προσανατέλλω

From LSJ
Revision as of 07:28, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανατέλλω Medium diacritics: προσανατέλλω Low diacritics: προσανατέλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΤΕΛΛΩ
Transliteration A: prosanatéllō Transliteration B: prosanatellō Transliteration C: prosanatello Beta Code: prosanate/llw

English (LSJ)

poet. προσαντέλλω, rise up to, ἐς οὐρανόν E.Supp. 688.

German (Pape)

[Seite 750] poet. προσαντέλλω, dazu, daneben aufgehen, aufsteigen, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν, Eur. Suppl. 688.

French (Bailly abrégé)

s'élever vers.
Étymologie: πρός, ἀνατέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ανατέλλω, poët., opstijgen:. ἐς οὐρανόν ten hemel Eur. Suppl. 688.

Russian (Dvoretsky)

προσανατέλλω: Eur. προσαντέλλω подниматься, вздыматься (εἰς οὐρανόν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

προσανατέλλω: ποιητικ. προσαντ-, ἀνυψοῦμαι, ἀναβαίνω, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσανατέλλουσαν Εὐρ. Ἱκέτ. 688.

Greek Monolingual

ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α ἀνατέλλω
μσν.
δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.)
αρχ.
ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.).

Greek Monotonic

προσανατέλλω: ποιητ. προσ-αντ-, ανυψώνομαι, ανεβαίνω προς τα πάνω, σε Ευρ.

Middle Liddell

poet. προσ-αντ
to rise up towards, Eur.