φθαρτικός
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ή, όν,
A destructive, c. gen., φθαρτικὰ ἀλλήλων τὰ ἐναντία one of another, Arist.Ph.192a21; ἡ κακία φ. ἀρχῆς Id.EN1140b19; πόλεως φ. Id.Pol.1281a20: abs., Id.Po.1452b11; opp. ποιητικός, γενητικός, Id.Top.114b17, 124a25; ζῷα οὐ φ. Porph.Abst.1.11; φ. φαρμακεῖαι Plu. 2.134e; φάρμακα deadly poisons, Dsc.3.45; ἐμβρύων φ., v. l. for φθόριος, Id.2 166, cf. 1.105; φ. δύναμις Gal.11.764. Adv. -κῶς Arist.Top.153b32.
German (Pape)
[Seite 1270] verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; μανία ἕξις φθαρτικὴ ἀληθοῦς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ κακία φθαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.