ἀναρρώννυμι

From LSJ
Revision as of 13:32, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρρώννῡμι Medium diacritics: ἀναρρώννυμι Low diacritics: αναρρώννυμι Capitals: ΑΝΑΡΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anarrṓnnymi Transliteration B: anarrōnnymi Transliteration C: anarronnymi Beta Code: a)narrw/nnumi

English (LSJ)

aor. ἀνέρρωσα,
A strengthen afresh, Plu.2.694d, etc.:—Pass., regain strength, ἀναρρωσθέντες Th.7.46, Plu.2.75c, etc.
2 intr. in Act., τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι Pherecyd.33 J.; νοσήσας ἀνέρρωσε Plu.Pomp.57, cf. 2.182b.

Spanish (DGE)

1 intr. ganar fuerzas, restablecerse νοσήσας ... ἀνέρρωσε Plu.Pomp.57, c. ac. int. (Ἴφικλος) τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι se recupera de la esterilidad Pherecyd.33
en v. med.-pas. mism. sent., Th.7.46, Plu.2.75b, D.C.58.28.2, Porph.Plot.7.42.
2 tr. fortalecer ἀνθρώπους ... ἄρτος Plu.2.694d.

German (Pape)

(ῥώννυμι), wieder stärken; pass., gestärkt werden, neue Kräfte bekommen, Sp.; πάλιν αὐ ἀναρρωσθέντες, wieder ermutigt, Thuc. 7.46.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρρώννῡμι:
1 вновь подкреплять, придавать силы, подбодрять (ἀνθρώπους, τὰ φρονήματα πρὸς τὸ θαρρεῖν Plut.): ἐπὶ εὐπραγίᾳ ἀναρρωσθέντες Thuc. ободренные успехом;
2 окрепнуть: νοσήσας ἐπισφαλῶς ἀνέρρωσε Plut. он оправился от опасной болезни.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρώννυμι: ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω νέας δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., λαμβάνω νέας δυνάμεις, ἀναλαμβάνω, ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β.

Greek Monotonic

ἀναρρώννῡμι: αόρ. αʹ ἀν-έρρωσα,
1. ανακτώ τις δυνάμεις, ισχυροποιώ από την αρχή — Παθ., ανακτώ την ισχύ μου, ἀναρρωσθέντες, σε Θουκ.
2. αμτβ. στον Ενεργ. αορ. αʹ επανέρχομαι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

1. to strengthen afresh:— Pass., to regain strength, ἀναρρωσθέντες, Thuc.
2. intr. in aor1 act. to recover, Plut.

Lexicon Thucydideum

confirmari, to gain strength, be established, 7.46.1.