ἐξανίστημι
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
English (LSJ)
I causal in pres., impf., fut., and aor.1:
1 raise up, τοὺς θανόντας S.El.940; make one rise from his seat, Pl.Prt. 310a; bid one rise from suppliant posture, ἐγώ σ' ἕδρας ἐκ τῆσδε.. ἐξαναστήσω E.Andr.263, cf. 267; ἐξανίστημι τὴν ἐνέδραν order the men in ambush to rise, X.HG4.8.37.
2 make a tribe emigrate, remove or expel, ἐξανίστημι τινὰς ἐκ τῶν νήσων, ἐξ ἠθέων, etc., Hdt.1.171, 5.14, etc.; ἄνδρας δόμων S.Ant. 297; ἐξανίστημι πόλεως bid one depart from.., Id.OC47; simply ἐξανίστημι τινάς Hdt.6.127, Th.4.98, etc. (v. infr. ΙΙ.2).
b challenge a juror, PHal. 9.5 (iii B. C.), PGurob 2.10 (iii B. C.), etc.
3 depopulate, destroy, πόλιν Hdt.1.155, al.; Ἰλίου ποτ' ἐξαναστήσας βάθρα E.Supp.1198; Ἑλλάδα Id.Tr.926.
4 ἐξανίστημι θηρία rouse them from their lair, X.Cyr. 2.4.20.
5 τουτὶ ἐξανίστημι, erigere penem, E.Cyc.169.
II intr. in Pass., with aor. 2, pf. and plpf. Act.:
1 stand up from one's seat, Hdt.3.142; ἐκ τοῦ θρόνου Id.5.72, cf. Pl.Ly.211a; θάκων X.Hier. 7.7; ὁδῶν τινί, in courtesy, Id.Smp.4.31; rise to speak, S.Ph.367; rise from ambush, λόχου E.El.217: without λόχου, Th.3.107; rise after dinner, Pl.R. 328a, etc.; πρὸ μέθης Isoc.1.32; from bed, λέχους E.El.786; ἐξ εὐνῆς X.Oec.10.8; ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν let us rise and go into... Pl.Prt. 311a; εἰς περίπατον X.Smp.9.1.
2 c. gen., arise and depart from, emigrate from, Λακεδαίμονος Pi.P.4.49, cf. E. Andr.380; ἐκ τῆς γῆς τῆσδε Hdt.4.115: abs., break up, depart, Th. 7.49, etc.
3 to be driven out from one's home, to be forced to emigrate, ἐξ ἠθέων ὑπό τινος Hdt.1.15, cf. 56, al.; πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται θρόνων A.Pr.767.
4 of places, to be depopulated, ἐξαναστάσης πάσης Πελοποννήσου ὑπὸ Δωριέων Hdt.2.171; Τροίης ἐξανεστάθη βάθρα E.Hel.1652, cf. D.16.25.
5 rise to go to stool, Hp.Epid.1.26.δ, etc.
6 rise from the plain, of a mountain, Plb.1.56.4.
b so of ulcers, rise, Aret.SD2.13; of an excrescence, κέρχνος ἐξανίσταται S.Fr. 279.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. imperat. 2a sg. ἐξανίστω E.Andr.380, pas. ind. 3a plu. ἐξανιστέαται Hdt.5.61; perf. part. fem. ἐξανεστῶσα D.16.25]
A tr.
I c. sent. ‘hacia arriba’
1 hacer levantarse τὸν παῖδα Pl.Prt.310a, τοὺς ἀσθενοῦντας 1Ep.Clem.59.4, c. prep. y gen. ἐγώ σ' ἕδρας ἐκ τῆσδε ... ἐξαναστήσω E.Andr.263, sent. erót. τουτί τ' ὀρθὸν ἐξανιστάναι del falo, E.Cyc.169
•c. inanim. resucitar ἦ τοὺς θανόντας ἐξαναστήσω ποτέ; S.El.940
•en la caza levantar ἐ. τὰ θηρία X.Cyr.2.4.20.
2 suscitar, hacer surgir ἐξαναστήσωμεν ἐκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα hagamos surgir descendencia de nuestro padre LXX Ge.19.32, cf. Eu.Marc.12.19, Eu.Luc.20.28.
II c. sent. de separación
1 c. ac. de pers. expulsar, deponer de un cargo τοὺς Ἠλείων ἀγωνοθέτας Hdt.6.127, en v. pas. ἦ πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται θρόνων; ¿es que va a ser expulsado del trono por su consorte? A.Pr.767
•c. ac. de pueblos, naciones echar de un lugar, expulsar, desalojar τῶν μηδισάντων ἐθνέων τῶν Ἑλληνικῶν τὰ ἐμπόρια desalojar los mercados de los griegos alineados con los persas Hdt.9.106, ὅσοι ἐξαναστήσαντές τινα βίᾳ νέμονται γῆν Th.4.98, c. giro prep. de gen. τοὺς Κᾶρας ... Δωριέες τε καὶ Ἴωνες ἐξανέστησαν ἐκ τῶν νήσων Hdt.1.171, ἐξαναστῆσαι ἐξ ἠθέων Παίονας Hdt.5.14, en v. pas. ἐξανιστέαται Καδμεῖοι ὑπ' Ἀργείων Hdt.5.61
•gener. expulsar ἄνδρας δόμων S.Ant.297.
2 c. ac. de lugar devastar, despoblar πόλιν ἀρχαίην Hdt.1.155, Ἰλίου ποτ' ἐξαναστήσας βάθρα E.Supp.1198, Ἑλλάδα E.Tr.926, en v. pas. Τροίας ἐξανεστάθη βάθρα fueron devastados los fundamentos de Troya E.Hel.1652.
3 milit. deshacer, salir de ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν καὶ δρόμῳ ἐφέρετο πρὸς αὐτόν X.HG 4.8.37, τὰ δὲ ἔνεδρα ἐξανέστησαν LXX 1Ma.11.69.
III c. sent. ‘hacia atrás’, jur. recusar a un juez antes del juicio πάντας δικαστάς, πλὴν οὗ ἂν ἑκάτερος ἐξαναστήσῃ κατὰ τὸ διάγραμμα PPetr.3.21g.10, cf. PGurob 2.10 (ambos III a.C.).
B intr. en v. med. y aor. rad., perf. y plusperf. act.
I sent. ‘hacia arriba’
1 levantarse, ponerse en pie τῶν δέ τις ἐξαναστὰς εἶπε Hdt.3.142, κἀγὼ δακρύσας εὐθὺς ἐξανίσταμαι S.Ph.367, c. gen. separat. o giro prep. θάκων X.Hier.7.7, λέχους E.El.786, cf. Sor.2.10.14, ἡ δὲ ἱερείη ἐξαναστᾶσα ἐκ τοῦ θρόνου Hdt.5.72, ἐξ εὐνῆς X.Oec.10.8, ἐκ τῆς κοίτης LXX Ex.10.23, c. adv. ὅθεν καὶ ἐξανέστη Pl.Ly.211a, c. dat. de pers. ἔδρας τε γὰρ ἐξανίστατο τοῖς πρεσβυτέροις y se levantaba del asiento para cederlo a los mayores Ach.Tat.8.17.5
•c. inanim. resucitar ἐξαναστάντων ... τῶν σωμάτων Meth.Symp.144, ἐξανισταμένου ... Χριστοῦ οἱ οὐρανοὶ ἀνεῴχθησαν Chrys.Res.3.7.
2 c. εἰς y ac. levantarse para ir ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν Pl.Prt.311a, εἰς περίπατον X.Smp.9.1, ἐς τὸν τοῦ Κρόνου νεών App.BC 1.31, εἰς συνάντησιν αὐτοῖς LXX Ge.19.1
•abs. levantarse para ir al retrete Hp.Epid.1.26.4.
3 suscitarse, levantarse πολέμου δὲ ἐξαναστάντος πρὸς Λάβδακον Apollod.3.14.8, θόρυβοι Lyd.Mag.1.4.
II c. sent. de separación
1 salir, partir, alejarse de c. gen. separat. o giro prep. Λακεδαίμονος Pi.P.4.49, ἐξανίστω τῶνδ' ἀνακτόρων θεᾶς E.Andr.380, τῆς βουλῆς τῶν Πεντακοσίων SEG 29.127.2.98 (Atenas II d.C.), τοῦ θεάτρου Ael.VH 14.40, Κιμμέριοι ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων ... ἐξαναστάντες habiendo salido los cimerios de sus territorios a causa de los escitas Hdt.1.15, ἐκ τῆς γῆς τῆσδε Hdt.4.115, ἐκ τοῦ συμποσίου LXX Es.7.7, c. adv. οἴκοθεν Chrys.M.53.287
•milit. salir, atacar desde la emboscada, c. gen. λόχου E.El.217, abs. Th.3.107
•de un ejército al asedio levantarse, levantar el asedio ὅτι τάχιστα ... ἐξανίστασθαι Th.7.49.
2 aor. rad. y perf. act. c. sent. pas., de lugares ser desalojado, ser despoblado ἐξαναστάσης πάσης Πελοποννήσου ὑπὸ Δωριέων Hdt.2.171, πόλεις ἀρχαίας ἐξανεστώσας D.l.c.
German (Pape)
[Seite 869] (s. ἵστημι, Sp. wie Eust. auch ἐξανιστάω), 1) auf- u. heraustreten-, hervorgehen lassen, vertreiben; Soph. O. C. 47; τοὺς θανόντας, aufwecken, El. 928; ἐξ ἕδρας Eur. Andr. 263 u. öfter, ἐξανέστησαν ἐκ τῶν νήσων Her. 1, 171; ἐξ ἠθέων 5, 14; ἐξαναστήσας τὸν παῖδα, er hieß ihn aufstehen, Plat. Prot. 310 a; τὴν ἐνέδραν, den Hinterhalt hervorbrechen lassen, Xen. Hell. 4, 8, 37, die Einwohner vertreiben, ἄνδρας δόμων Soph. Ant. 237; πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται θρόνων Ae, ch. Prom. 769, ὅσοι. ἐξαναστήσαντές τινα βίᾳ νέμονται γῆν Thuc. 4, 98; Folgde. Dah. übh. zerstören, ἐξαναστήσας Ἰλίου βάθρα Eur. Suppl. 1198; Ἑλλάδα. Tr. 926; πόλιν, die Stadt durch Vertreibung der Einwohner veröden, Her. 1, 155 Thuc. 7, 77 u. A. – 2) Med. u. intrans. Zeiten des Aktivs, sich erheben, aufstehen u. weggehen, ἐξανίστανται Λακεδαίμονος, ziehen fort von L., Pind. P. 4, 49; ἐξανίστω τῶνδ' ἀνακτόρων, entferne dich von, Eur. Andr. 380; ἐκ τῆς γῆς, auswandern, Her. 4, 115; ἐξαναστάντες ὑπὸ τῶν.Σκυθέων ἐξ ἠθέων, von den Scythen vertrieben, 1, 15; Πελοποννήσο υ ἐξαναστάσης, da er verheert worden. 2, 171, aufbrechen, Thuc. 7, 49 u. öfter, ὅθεν ἐξανέστη, von wo er aufgestanden, Plat. Lys. 211, a; δεῦρο ἐξαναστῶμεν, aufbrechen u. hierher gehen, Prot. 311 a; vom Mahle, ἐξαναστησόμεθα μετὰ τὸ δεῖπνον Rep. I, 328 a; ἐξ ανίστασο πρὸ μέθ ης Isocr. 1, 32; ἕωθεν ἐξαναστάς Luc. Nigr. 2 u. öfter; τινὶ ὁδῶν, Einem aus dem Wege gehen, Xen. Conv. 4, 31. Von einem Berge, ἐξανεστηκὸς ἐκ τῆς περικειμένης χώρας εἰς ὕψος ἱκανόν, der sich erhebt, Pol. 1, 56, 4; bei Medic. vom Aufbrechen der Geschwüre; übertr., πολέμου ἐξαναστάντος Apolld. 3, 18, 8. – Auch bei Soph. Phil. 367 ist es aufstehen, wo Andere »außer sich geraten« erkl.; bei Isocr. 12, 32 lies't Bekk. ἐξισταμένους αὑτῶν für die alte Lesart ἐξανιστ.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξαναστήσω, ao. ἐξανέστησα, ao.2 ἐξανέστην, pf. ἐξανέστηκα;
I. tr. 1 faire lever : τοὺς θανόντας SOPH ressusciter les morts ; ἐνέδραν XÉN faire lever des hommes couchés ou assis pour une embuscade ; θηρία XÉN faire lever des bêtes sauvages de leur retraite;
2 chasser : τινα δόμων SOPH qqn de sa maison ; τινὰς ἐκ νήσων HDT faire émigrer un peuple des îles ; fig. ἐξ ἠθέων HDT faire abandonner des coutumes ; Pass. ou à l'ao.2 Act. être chassé : θρόνων ESCHL du trône ; ἐξαναστάντες ἐξ ἠθέων HDT ayant été forcés d'abandonner leurs coutumes ; dépeupler : πόλιν HDT une ville ; Pass. ἐξαναστάσης Πελοποννήσου ὑπὸ Δωριέων HDT le Péloponnèse ayant été dévasté par les Doriens;
II. intr. (à l'ao.2, au pf. et au Moy. ἐξανίσταμαι);
1 se lever (d'un siège) ; particul. se lever du lit, se lever : ἐξ. λόχου ou abs. se lever d'une embuscade ; avec une prép. ἐξ εὐνῆς XÉN sortir du lit ; abs. se lever pour parler;
2 se lever pour se retirer, sortir de, s'éloigner de : ἐκ γῆς HDT d'un pays ; τινι ὁδῶν XÉN céder le chemin à qqn ; abs., s'éloigner.
Étymologie: ἐξ, ἀνίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανίστημι: (fut. ἐξαναστήσω, aor. ἐξανέστησα; для неперех. знач., см. 6-8: aor. 2 ἐξανέστην, pf. ἐξανέστηκα - med. ἐξανίσταμαι, fut. ἐξαναστήσομαι)
1 заставлять встать, поднимать: ἐ. τὴν ἐνέδραν Xen. велеть людям выйти из засады; ἐ. θηρία Xen. (на охоте) поднимать зверя; ἐ. τοὺς θανόντας Soph. воскрешать мертвых; ἐ. τοῖς ἀκροβολισμοῖς Plut. дальним обстрелом заставить (противника) принять бой;
2 изгонять, выселять (τινὰ δόμων Soph.; τινὰ ἐξ ἕδρας Eur.; τινὰς ἐξ ἠθέων Her.); pass. быть изгоняемым (ὑπό τινος Her.);
3 свергать (τινὰ θρόνων Aesch.);
4 разорять, опустошать (πόλιν Her., Thuc.; Ἑλλάδα Eur.);
5 разрушать (Ἰλίου βάθρα Eur.);
6 тж. med. вставать, подниматься (λέχους Eur. и ἐξ εὐνῆς Xen.; θάκων τινί Xen.; ἕωθεν Luc.; μετὰ τὸ δεῖπνον Plat.; ἐκ τοῦ ὕπνου Arst.): τῶν τις ἐξαναστὰς εἶπε Her. один из них встал и сказал;
7 med. (брахилогически) (вставать и) отправляться, идти, уходить (Λακεδαίμονος Pind.; τῶν ἀνακτόρων θεᾶς Eur.; ἐκ τῆς γῆς Her.): ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν Plat. встанем и выйдем во двор; ἐ. τινι ὁδῶν Xen. уступать кому-л. дорогу;
8 возвышаться: ὄρος ἐξανεστηκὸς εἰς ὕψος ἱκανόν Polyb. гора довольно значительной высоты.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανίστημι: Ι. Μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., μέλλ. καὶ ἀορ. α΄: 1) ἀνεγείρω, ἦ τοὺς θανόντας ἐξαναστήσω ποτέ; Σοφ. Ἠλ. 940· κάμνω τινὰ νὰ ἐγερθῇ ἐκ τῆς θέσεώς του, Πλάτ. Πρωτ. 310Α· ἀλλ’ ἐγώ σ’ ἕδρας ἐκ τῆσδ’ ἑκοῦσαν ἐξαναστήσω τάχα Εὐρ. Ἀνδρ. 263, πρβλ. 268· ἐν τούτῳ ὁ Ἰφικράτης ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν, κελεύει τοὺς ἐνεδρεύοντας νὰ ἐγερθῶσι, Ξεν. Ἑλλην. 4. 8, 37. 2) κάμνω τινὰ νὰ καταλίπῃ τὸν τόπον του καὶ ν’ ἀπέλθῃ, ἐκδιώκω, ἀποβάλλω, τοὺς Κᾶρας... Δωριέες τε καὶ Ἴωνες ἐξανέστησαν ἐκ τῶν νήσων Ἡρόδ. 1. 171· ἐξαναστῆσαι ἐξ ἠθέων Παίονος ὁ αὐτ. 5. 14, κτλ.· ἄνδρας δόμων Σοφ. Ἀντ. 297· ἀλλ’ οὐδ’ ἐμοί τοι τοὐξανιστάναι πόλεως δίχ’ ἐστὶ θάρσος ὁ αὐτ. Ο. Κ. 47· ὡσαύτως ἁπλῶς, ἐξαν. τινὰς Ἡρόδ. 6. 127, Θουκ. 4. 48, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) ποιῶ ἀνάστατον, ἐρημώνω, μηδὲ πόλιν ἀρχαίην ἐξαναστήσῃς ἀναμάρτητον ἐοῦσαν Ἡρόδ. 1. 155 κ. ἀλλ., Θουκ. 7. 77 κ. ἀλλ.· Ἰλίου ποτ’ ἐξαναστήσας βάθρα Εὐρ. Ἱκ. 1198· Ἑλλάδα ὁ αὐτ. Τρῳ 926. 4) ἐπὶ θήρας, κάμνω τὸ θηρίον νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ φωλεοῦ αὑτοῦ, ὡς ἐπιόντες τὰ θηρία ἐξανισταῖεν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 20. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ. 1) ἐξανίσταμαι, ἐγείρομαι ἐκ τῆς ἕδρας ἐν ᾗ κάθημαι, σηκώνομαι, τῶν δέ τις ἐξαναστὰς εἶπε Ἡρόδ. 3. 142., 5. 72, Σοφ. Ἀποσπ. 278, κτλ.· ἰδίως πρὸς ἔνδειξιν σεβασμοῦ πρός τινα, ὑπανίσταμαι, «προσηκώνομαι», ὡς τὸ Λατ. assurgere, ἐξανίστασθαί τινι θάκων Ξεν. Ἱέρων 7. 7· ὁδῶν ὁ αὐτ. Συμπ. 4, 31· ἐγείρομαι ὅπως ὁμιλήσω, Σοφ. Φιλ. 367· ἐγείρομαι ἐξ ἐνέδρας, λόχου Εὐρ. Ἠλ. 217· καὶ ἄνευ τῆς λέξεως λόχος, Θουκ. 3. 107· ἐγείρομαι μετὰ τὸ φαγητόν, Πλάτ. Πολ. 328Α, κτλ.· ἐκ τῆς κλίνης, λέχους Εὐρ. Ἠλ. 786· ἐξ εὐνῆς Ξεν. Οἰκ. 10, 8· ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν, ἂς σηκωθῶμεν νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν αὐλήν, Πλάτ. Πρωτ. 311Α· εἰς περίπατον Ξεν. Συμπ. 9, 1. 2) μετὰ γεν., ἐγείρομαι καὶ ἀπέρχομαι ἔκ τινος τόπου, μεταναστεύω, Λακεδαίμονος Πινδ. Π. 4. 86, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 380· ἐκ τῆς γῆς τῆσδε Ἡρόδ. 4. 115: - ἀπόλ. σηκώνομαι, ἀπέρχομαι, Θουκ. 7. 49, κλ. 3) ἀποδιώκομαι ἐκ τῆς πατρίδος μου, ἀναγκάζομαι νὰ μεταναστεύσω, Κιμμέριοι ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων... ἐξαναστάντες Ἡρόδ. 1. 15, 56, κ. ἀλλ.· ἐκπίπτω, ἦ πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται θρόνων, ἐκπίπτει τῆς ἀρχῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 767. 4) ἐπὶ χωρῶν, ἐρημοῦμαι, ἐξαναστάσης πάσης Πελοποννήσου ὑπὸ Δωριέων Ἡρόδ. 2. 171· Τροίης ἐξανεστάθη βάθρα Εὐρ. Ἠλ. 1652, πρβλ. Δημ. 208. 12. 5) σηκώνομαι νὰ ὑπάγω πρὸς ἀνάγκην μου, ἴδε τὴν λ. ἐξανάστασις ΙΙ. 6) ὑψοῦμαι, ἐγείρομαι, ἔστι γὰρ ὄρος περίτομον, ἐξανεστηκὸς ἐκ τῆς περικειμένης χώρας εἰς ὕψος ἱκανὸν 1. 56, 4: - οὕτως ἐπὶ ἑλκῶν, ἄλλα γὰρ ἐπ’ ἄλλοισι ἐξανίσταται Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτ. 2. 13, σ. 70 ἔκδ. L. B. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς, τ. Δ΄, σ. 189.
English (Strong)
from ἐκ and ἀνίστημι; objectively, to produce, i.e. (figuratively) beget; subjectively, to arise, i.e. (figuratively) object: raise (rise) up.
English (Thayer)
1st aorist ἐξανέστησα; 2nd aorist ἐξανεστην;
1. to make rise up, to raise up, to produce: σπέρμα, זֶרַע הֵקִים, to rise in an assembly to speak (as in Xenophon, an. 6,1, 30); Acts 15:5.
Greek Monolingual
(AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ)
μέσ.
1. εξανίσταμαι
σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω
2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι
μσν.
ἐξανιστῶ
ανασταίνω
αρχ.
1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του («ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν», Ξεν.)
2. (ειδ.) ανασταίνω
3. διώχνω («ἐξαναστήσας τοὺς Ἠλείων ἀγωνοθέτας», Ηρόδ.)
4. (ειδ.) αναγκάζω ένα θηρίο να βγει από την κρυψώνα του
5. καθιστώ ανάστατη μια πόλη ή χώρα, ερημώνω, καταστρέφω («Ἰλίου ποτ' ἐξαναστήσας βάθρα», Ευρ.)
6. αντικρούω τον δικαστή στο δικαστήριο
7. μέσ. σηκώνομαι μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού
8. σηκώνομαι από το κρεβάτι, ξυπνώ
9. υψώνομαι («ἔστι γὰρ ὄρος περίτομον ἐξανεστηκὸς ἐκ τῆς περικειμένης χώρας εἰς ὕψος ἱκανόν», Πολ.)
10. σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω για ανάγκη μου
11. σηκώνομαι και φεύγω από έναν τόπο, μεταναστεύω («ἐξανίσταντο Λακεδαίμονος», Πίνδ.)
12. εκδιώκω κάποιον από έναν τόπο, αποπέμπω, διώχνω
13. μέσ. ανασταίνω τον εαυτό μου, ανασταίνομαι εκ νεκρών
14. (για πληγές ή εξανθήματα) παρουσιάζομαι, εξανθώ πάνω στο δέρμα
15. (για το ανδρικό μόριο) κάνω να σηκωθεί, να υποστεί στύση
16. φρ. α. «ἐξανίσταμαι λόχου» — εγκαταλείπω την ενέδρα
β. «ἐξανίσταμαι ἔκ τινος ή εἴς τι» — σηκώνομαι για να πάω κάπου.
Greek Monotonic
ἐξανίστημι: μτβ. στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ·
I. 1. σηκώνω· κάνω κάποιον να σηκωθεί από τη θέση του, καλώ κάποιον να εγερθεί ή να σηκωθεί από στάση ικεσίας, σε Ευρ.· ἐξ. τὴν ἐνέδραν, διατάζω τους άνδρες που είναι σε ενέδρα να σηκωθούν, σε Ξεν.
2. κάνω μία φυλή να μεταναστεύσει, μετακινώ ή εκβάλλω, εκτοπίζω, απελαύνω, σε Ηρόδ., Σοφ.
3. ερημώνω, καταστρέφω, πόλιν, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
4. ἐξ. θηρία, τα κάνω να εξέλθουν από τη φωλιά τους, σε Ξεν.
II. αμτβ. στην Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ.·
1. σηκώνομαι από τη θέση μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σηκώνομαι για να μιλήσω, σε Σοφ.· από ενέδρα, σε Ευρ., Θουκ.· από το κρεβάτι, σε Ευρ.
2. με γεν., σηκώνομαι και αναχωρώ από, μεταναστεύω από, σε Ηρόδ.· απόλ., σηκώνομαι, απέρχομαι, σε Θουκ. κ.λπ.
3. διώκομαι, εξωθούμαι, οδηγούμαι έξω από την πατρίδα μου, αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
4. λέγεται για χώρες, ερημώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.
Middle Liddell
I. Causal in pres., imperf., fut. and aor 1,
1. to raise up: to make one rise from his seat, bid one rise from suppliant posture, Eur.; ἐξ. τὴν ἐνέδραν to order the men in ambush to rise, Xen.
2. to make a tribe emigrate, to remove or expel, Hdt., Soph.
3. to depopulate, destroy, πόλιν Hdt., Eur., etc.
4. ἐξ. θηρία to rouse them from their lair, Xen.
II. intr. in Pass., with aor2, perf. and plup. act.:
1. to stand up from one's seat, Hdt., etc.; to rise to speak, Soph.; from ambush, Eur., Thuc.; from bed, Eur.
2. c. gen. to arise and depart from, emigrate from, Hdt.:—absol. to break up, depart, Thuc., etc.
3. to be driven out from one's home, to be forced to emigrate, Hdt., Aesch.
4. of places, to be depopulated, Hdt., Eur.
Chinese
原文音譯:™xan⋯sthmi 誒克士-安-衣士帖米
詞類次數:動詞(3)
原文字根:出去-向上-站 相當於: (חָיָה) (יָלַד / לֵדָה) (נָטָה / מָנׄול) (קוּם / קָמָי / תְּקֹומֵם) (שָׁכַם)
字義溯源:產生,生育,生出,起來,立;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀναπηδάω / ἀνίστημι)=站起)組成,其中 (ἀναπηδάω / ἀνίστημι)又由(ἀνά)*=上)與(ἵστημι)*=站)組成。參讀 (ἀνάστασις)同義字
出現次數:總共(3);可(1);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 起來(1) 徒15:5;
2) 立(1) 路20:28;
3) 生育(1) 可12:19
Lexicon Thucydideum
expellere, to drive out, 4.98.3, 7.77.4,
MED. exsurgere, to rise up, appear, 3.107.3,
castra movere, to move camp, 7.49.3.