σιδήρεος

From LSJ
Revision as of 14:23, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδήρεος Medium diacritics: σιδήρεος Low diacritics: σιδήρεος Capitals: ΣΙΔΗΡΕΟΣ
Transliteration A: sidḗreos Transliteration B: sidēreos Transliteration C: sidireos Beta Code: sidh/reos

English (LSJ)

σιδηρέα, Ion. and Ep. σιδηρέη, σιδήρεον, Att. contr. σιδηροῦς, σιδηρᾶ, σιδηροῦν SIG144.14, etc.; Ep. also σιδήρειος, σιδηρείη, σιδήρειον, v. infr.; also late, Stud.Pal.20.217.9 (vi A.D.) (fem.
A σιδήρειος Theognost.Can. 56); Dor. σιδάρεος [ᾱ] IG42(1).103.114 (Epid., iv B.C.), and v. infr. 11, also σιδάριος SIG246 ii 67 (Delph., iv B.C.); Aeol. σιδάριος Theoc.29.24:—made of iron or made of steel, ἄξων Il.5.723; σιδηρείη κορύνη 7.141; πύλαι 8.15; ὑποκρητηρίδιον Hdt.1.25; σκύταλον Theoc.17.31; χεὶρ σιδηρᾶ = grappling-iron, Th.4.25, 7.62: also σιδήρεος ὀρυμαγδός, i.e. the clang of arms, Il.17.424; σιδήρεος οὐρανός the iron sky, the firmament, which the ancients held to be of metal, Od.15.329 (cf. χάλκεος); σιδήρεον γένος, of the Iron age, Hes.Op.176.
2 metaph., ἦ γὰρ σοί γε σ. ἐν φρεσὶ θυμός a soul of iron, i.e. hard, stubborn as iron, Il. 22.357, cf. Od.23.172; οὐδέ μοι.. θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ' ἐλεήμων 5.191; οὐδ' εἴ οἱ κραδίη γε σ. ἔνδοθεν ἦεν 4.293; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Il.24.205,521; ἦ ῥά νυ σοί γε σ. πάντα τέτυκται thou art iron all! Od. 12.280; πυρὸς μένος.. σ. the iron force of fire, Il.23.177; of Heracles, the iron-sided, Simon.8; of men, Ar.Ach.491; σὰρξ σ. Theoc.22.47; ὦ σιδήρεοι O ye iron-hearted! Aeschin.3.166; εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἴομαι ἔννουν γεγονέναι Lys.10.20; σ. λόγοι Pl.Grg. 509a.
II σιδάρεοι, οἱ, Byzantine iron coins, always used in Dor. form, even at Athens, Ar.Nu.249, Pl.Com.96, Stratt.36.

German (Pape)

[Seite 879] ion. u. ep. έη, εον, att. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, poet. auch σιδήρειος, eisern, stählern, Hom. u. Folgde; ἄξων, Il. 3, 723; σιδηρείη κορύνη, 7, 141; σιδήρειαι πύλαι, 8, 15; οὐρανός, das eiserne Himmelsgewölbe, Od. 15, 329. 17, 565 (sonst χάλκεος), kann auch übertr. sein, vgl. unten; zweifelhaft auch ὀρυμαγδός, d. i. Gerassel der eisernen Waffen (?), Il. 17, 424; σιδηρᾶ κέντρα, Eur. Phoen. 26, u. sonst. – Übertr., wie von Eisen u. Stahl, fest, hart; σάρξ, Theocr. 22, 47; θυμός, κραδίη, Hom. u. Hes., sowohl tadelnd von gefühlloser Härte des Herzens, als lobend von männlicher Festigkeit der Gesinnung; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, an dir ist Alles von Eisen, Od. 12, 280; auch π υρὸς μένος σιδήρεον, des Feuers eiserne Wuth, Il. 23, 177; σιδηροῦς ἀνήρ, neben ἀναίσχυντος, Ar. Ach. 466, σιδηροῖς λόγοις, Plat. Gorg. 509 a; σιδηροῦν γένος, Rep. VIII, 547 b; σκληρὰς καὶ σιδηρᾶς ἀγωγάς, Legg. I, 685 a; Folgde; μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, Dem. 25, 28; εἰ μὲ σιδηροῦς ἐστιν, οἶμαι ἔννουν γεγονέναι, Lys. 10, 20; σ. ἄνθρωπος, Plut. Cic. 26. – Σιδάρεοι, οἱ, Eiserlinge, eine byzantinische Eisenmünze, welche auch in Athen ihre dorische Wortform behielt, vgl. Hesych. u. Ar. Nubb. 249.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
contr. att. σιδηροῦς;
I. de fer : χεὶρ σιδηρᾶ THC grappin de fer ; σιδήρεος οὐρανός OD le ciel de fer (les anciens Grecs supposant que la voûte du ciel était métallique) ; οἱ σιδάρεοι, monnaie de fer byzantine;
II. p. ext. dur comme le fer ; fig. :
1 sec, raide;
2 dur, cruel, inflexible;
3 en b. part ferme, indomptable.
Étymologie: σίδηρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροῦς, σιδηρᾶ, σιδηροῦν, ep. σιδήρειος, σιδηρείη, σιδήρειον, Ion. σιδήρεος σιδηρέη, σιδήρεον, Aeol. σιδάριος, Dor. σιδάρεος σίδηρος van ijzer, ijzeren:; σιδήρεος ὀρυμαγδός gekletter van ijzeren wapens Il. 17.424; γένος... σιδήρεον het ijzeren geslacht Hes. Op. 176; χειρὶ σιδηρᾷ met een enterhaak Thuc. 4.25.4; subst.. οἱ σιδάρεοι ijzeren munten (uit Byzantium) Aristoph. Nub. 249. overdr. (hard als) ijzer (d.w.z. onbuigbaar, gevoelloos, hardvochtig):. θυμὸς σιδήρεος een onvermurwbare inborst Od. 5.191; σιδήρεον... ἦτορ een hart van ijzer Od. 23.172; πυρὸς μένος σιδήρεον de ijzeren kracht van vuur Il. 23. 177; σιδήρεοι λόγοι ijzeren argumenten Plat. Grg. 509a.

Russian (Dvoretsky)

σῐδήρεος: дор. σῐδάρεος, стяж. σῐδηροῦς 3 (ᾱ)
1 железный (ἄξων Hom.): χεὶρ σιδηρᾶ Thuc. железный крюк;
2 твердый как железо, непреклонный (κραδίη Hom.; ἀνήρ Arph.; λόγοι Plat.).

English (Autenrieth)

of iron; ὀρυμαγδός, ‘of iron weapons,’ Il. 17.424; fig., οὐρανός, κραδίη, θῦμός, ‘hard,’ ‘unwearied,’ etc., Il. 22.357, Il. 24.205, Od. 12.280.

Spanish

de hierro

English (Strong)

from σίδηρος; made of iron: (of) iron.

English (Thayer)

σιδηρεα, σιδηρεον, contracted σιδηρεους, σιδηρεα, σιδηρεουν (σίδηρος), from Homer down, made of iron: Revelation 19:15.

Greek Monolingual

-ά, -ούν / σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, -α, -ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, -εσσα, -εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, -α, -ον, και σιδήρειος, -είη, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α. «σιδηρούν στέμμα» β. «σιδηρέῳ ἄξονι», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. (για έμψυχα και άψυχα) ισχυρός, σκληρός, γενναίος ή και άκαμπτος, ακαταπόνητος, όπως ο σίδηρος (α. «σιδηρούς κυβερνήτης» β. «σιδηρά κυρία» γ. «πυρὸς μένος σιδήρεον» — η ακατάσχετη ορμή της φωτιάς, Ομ. Ιλ.
δ. «κραδίη... σιδερέη», Ομ. Οδ.
ε. «σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σιδηρές κατασκευές»
τεχνολ. δομικά έργα με σιδερένιο ή, ορθότερα, με χαλύβδινο φέροντα οργανισμό, εφαρμογές τών οποίων απαντούν στη γεφυροποιία, την οικοδομική, κυρίως σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια, υπόστεγα αεροδρομίων, αποθήκες κ.ά., και στα υδραυλικά έργα
β) «σιδηρούν κάλυμμα»
γεωλ. γεωλογικός σχηματισμός που αποτελείται από διάφορα σκωριόχρωμα ορυκτά οξείδια, συνήθως λειμωνίτη, τα οποία καλύπτουν ένα μεταλλοφόρο κοίτασμα και μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις για την ύπαρξη υποεπιφανειακών μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, αλλ. γκόσαν ή γκόζαν
γ) «σιδηρά οδός» — η σιδηροδρομική γραμμή
δ) «σιδηρούν απόθεμα»
(οικον.) η ελάχιστη ποσότητα περιουσιακών αποθεμάτων, λ.χ. πρώτων υλών, εμπορευμάτων κ.ά. στοιχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της κανονικής λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας
ε) «σιδηρούν παραπέτασμα» — όρος που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου προκειμένου να δηλωθεί το πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό φράγμα που χώριζε την Σοβιετική Ένωση και, γενικότερα, τον ανατολικό σοσιαλιστικό κόσμο της Ευρώπης από την υπόλοιπη ήπειρο
στ) «Σιδηρά Φρουρά» — φασιστική ναζιστική οργάνωση στην πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Ρουμανία
ζ) «Σιδηρές Πύλες»
γεωγρ. φαράγγι του Δούναβη, το οποίο χωρίζει τα Καρπάθια από τα όρη του Αίμου, αποτελεί τμήμα της συνοριακής γραμμής Ρουμανίας - Σερβίας, έχει μήκος 3 χιλιόμετρα, πλάτος 162 μέτρα και κατακόρυφα τοιχώματα διά μέσου τών οποίων ρέει ο Δούναβης, δημιουργώντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά τοπία της Ευρώπης
η) «σιδηρούς σταυρός» — στρατιωτικό παράσημο που θεσπίστηκε το 1813 από τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ' της Πρωσίας, χρησιμοποιήθηκε κατά τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870 και κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και επανήλθε σε ισχύ από τον Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ημέρα εισβολής τών γερμανικών στρατευμάτων στην Πολωνία
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. του τ. σιδάρεος ως ουσ.) οἱ σιδάρεοι
σιδερένιο νόμισμα του Βυζαντίου, πόλης της ΝΑ Θράκης στον Βόσπορο, την οποία ίδρυσε ο Βύζας το 657 π.Χ.
2. φρ. α) «σιδήρειος ὀρυμαγδός» — ο κρότος τών σιδερένιων όπλων
β) «σιδήρεος οὐρανός» — το ουράνιο στερέωμα, το οποίο κατά την αρχαία παράδοση ήταν μεταλλικό
γ) «σιδήρεον γένος»
(στον Ησίοδ.) η τελευταία γενιά και η χειρότερη από όλες
δ) «χεὶρ σιδηρᾱ» — εργαλείο με σχήμα χεριού, κατάλληλο για την αρπαγή και συγκράτηση αντικειμένων, αρπάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + επίθημα -εος / -ειος (πρβλ. πορφύρεος, χρύσεος). Ο τ. σιδηροῦς < σιδήρεος με συναίρεση (πρβλ. κυανοῦς: κυάνεος)].

Greek Monotonic

σῐδήρεος: -α, -ον, Ιων. -η, -ον, Επικ. σιδήρειος, , -ον, Αττ. συνηρ. σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, Δωρ. σιδάρεος, -ειος (σίδηρος),
I. 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή ατσάλι, σιδερένιος, Λατ. ferreus, σε Όμηρ. κ.λπ.· χεὶρ σιδηρᾶ, σιδερένια αρπάγη, λαβή, σε Θουκ.· σιδήρειος ὀρυμαγδός, δηλ. η κλαγγή των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· σιδήρεος οὐρανός, σιδερένιος ουρανός, δηλ. το στερέωμα, το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από μέταλλο, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, καρδιά από σίδερο, δηλ. σκληρή σαν από σίδερο, σε Όμηρ.· οἱ κραδίη σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι ολόκληρος φτιαγμένος από σίδερο! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει πλευρά από σίδερο, σε Σιμων.· ὦ σιδήρεοι, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν.
II. σιδάρεοι, οἱ, νόμισμα της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, πάντοτε σε Δωρ. τύπο, ακόμη και στην Αθήνα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήρεος: α, Ἰων. καὶ Ἐπικ. η, ον, Ἀττ. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, (πρβλ. χάλκεος, -οῦς, χρύσεος, -οῦς)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ὡσαύτως ος, ον, Θεογνώστ. Καν. 56· Ἐπικ. ὡσαύτως σιδήριος, η, ον, αιος Κύριλλ.· Δωρ. σιδάρεος, -ειος, Αἰολ. σιδάριος Ahr. D. Aeol. § 12. 4 (σίδηρος)· - ὁ ἐκ σιδήρου ἢ χάλυβος πεποιημένος, σιδηροῦς, Λατ. ferreus, Ὅμηρ., κλπ.· σιδήρεος ἄξων Ἰλ. Ε. 723· σιδηρείη κορύνη Ξ. 141· σιδήρειαι πύλαι Θ. 15· ὑποκρητηρίδιον Ἡρόδ. 1. 25· σκύταλον Θεόκρ. 17. 31· χεὶρ σιδηρᾶ, σίδηρος πεποιημένος ἐν εἴδει χειρός, ὅπως ἁρπάζῃ, ἁρπάγη, Θουκ. 4, 25., 7. 62· - ὡσαύτως, σιδήριος δ’ ὀρυμαγδός, ὁ τῶν ὅπλων κρότος, Ἰλ. Ρ. 424· σιδήρεος οὐρανός, τὸ στερέωμα, ὅπερ οἱ παλαιοὶ ἐνόμιζον ὡς μετάλλινον, Ὀδ. Ο. 329, Ρ. 565 (πρβλ. χάλκεος)· - ἡ τελευταία καὶ χειρίστη γενεὰ κατὰ τὸν Ἡσίοδον ἦτο ἡ σιδηρᾶ, Ἔργ. καὶ Ἡμ. 174 κἑξ.
2) μεταφορ., ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, ψυχὴ σιδηρᾶ, δηλ. σκληρά, ἄκαμπτος ὡς ὁ σίδηρος (πρβλ. σίδηρος Ι. 2), Ἰλ. Χ. 357, Ὀδ. Ψ. 172· οὐδέ μοι ... θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ’ ἐλεήμων Ε. 191· οὐδ’ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν Δ. 293· σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Ἰλ. Ω. 205, 521· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, εἶσαι ὅλος ἐκ σιδήρου, Ὀδ. Μ. 280· πυρὸς μένος ... σιδήρεον, ἡ ἀκατάσχετος ὁρμὴ τοῦ πυρός, Ἰλ. Ψ 177· - ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, οἱονεὶ τοῦ ἔχοντος τὰ πλευρὰ σιδηρᾶ, Σιμωνίδ. 16· οὕτως ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 496· σὰρξ σ. Θεόκρ. 22. 47· ὦ σιδήρεοι, ὦ τὴν καρδίαν σιδηροῖ, γενναῖοι! Αἰσχίν. 77. 25, πρβλ. Λυσί. 117· 44· εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἶμαι ἔννουν γεγονέναι ὁ αὐτ. 17 44· σ. λόγοι Πλάτ. Γοργ. 509Α.
ΙΙ. σιδάρεοι, οἱ, σιδηροῦν τι νόμισμα τοῦ Βυζαντίου ἀεὶ ἐν τῷ Δωρικῷ τύπῳ ἔτι καὶ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Νεφ. 249, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 3, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 105, Ἡσύχ.

Middle Liddell

σῐδήρεος, α, Ionic η, ον, epic σιδήρειος, η, ον σίδηρος
I. made of iron or steel, iron, Lat. ferreus, Hom., etc.; χεὶρ σιδηρᾶ a grappling-iron, Thuc.:— σιδήρειος ὀρυμαγδός, i. e. the clang of arms, Il.; σιδήρεος οὐρανός the iron sky, the firmament, which the ancients held to be of metal, Od.
2. metaph., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός a soul of iron, i. e. hard as iron, Hom.; οἱ κραδίη σιδηρέη Od.; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται thou art iron all! Od.:—of Hercules, the ironside, Simon.; ὦ σιδήρεοι O ye ironhearted! Aeschin.
II. σιδάρεοι, οἱ, a Byzantine iron coin, always in doric form, Ar.

Chinese

原文音譯:sid»reoj 西得雷哦士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:鐵 相當於: (בַּרְזֶל‎)
字義溯源:鐵作的,鐵的;源自(σίδηρος)*=鐵)
出現次數:總共(5);徒(1);啓(4)
譯字彙編
1) 鐵(5) 徒12:10; 啓2:27; 啓9:9; 啓12:5; 啓19:15

Léxico de magia

-ον contr. σιδηροῦς , -ᾶ, -οῦν de hierro de un anillo λαβὼν χάρτην ἱερατικὸν ἢ μολυβοῦν πέταλον καὶ σιδηροῦν κρίκον toma un rollo de papiro o una lámina de plomo y un anillo de hierro P V 305 γλύψον τὸν ἐν Μέμφει Ἀσκληπιὸν ἐπὶ δακτυλίου σιδηροῦ ἀπὸ ἀναγκοπέδης graba el Asclepio de Menfis en un anillo de hierro procedente de unos grilletes P VII 631 ἔχε μετὰ σεαυτοῦ δάκτυλον σιδηρο<ῦ>ν, ἐφ' ὃν γέγλυπται Ἁρποκράτης ἐπὶ λωτῷ καθήμενος ten un anillo de hierro, en el que esté grabado Harpócrates sentado sobre el loto P LXI 31 de un cetro κλῦθί μοι ... ὁ ἀναφανεὶς ἐν Πηλουσίῳ, ἐν Ἡλίου πόλει, κατέχων ῥάβδον σιδηρᾶν escúchame tú, el que apareció en Pelusion, en Heliópolis, sosteniendo un cetro de hierro P XXXVI 108 de una peana ποιήσας αὐτῷ τῷ ἀνδριάντι βάσιν σιδηρᾶν στῆσον αὐτὸν ἐπὶ τῆς βάσεως haz una peana de hierro para la estatua y colócala sobre ella P IV 3144 de una lámina τούτους τοὺς στίχους ἐάν τις ἀποδράσας φορῇ ἐν σιδηρᾷ λάμνῃ, οὐδέποτε εὑρεθήσεται si alguien que huye lleva estos versos en una lámina de hierro, jamás será encontrado P IV 2153 προϋπόθες δὲ (τὴν χρυσῆν λεπίδα) τῇ σιδηρᾷ ἡμέρας γʹ pon la lámina de oro bajo la de hierro durante tres días P IV 2229 de un portalámparas σιδηρᾶν λυχνίαν θὲς ἐπὶ τοῦ ἀπηλιωτικοῦ μέρους ἐν οἴκῳ καθαρῷ pon un portalámparas de hierro en una habitación limpia que mire al este P VII 541 de un recipiente βάλε τὸν αὐτὸν καλαβώτην εἰς ἀγγεῖον σιδηροῦν echa la salamanquesa en un recipiente de hierro P LXI 41 sent. fig., de las puertas del Hades ἐπεὶ σιδηρᾶς θύρας ῥήξω αὐτός pues yo mismo romperé las puertas de hierro (en un hechizo amoroso) P LXI 12

Translations

Arabic: حَدِيدِيّ‎; Armenian: երկաթյա, երկաթե; Bashkir: тимер; Breton: houarn, houarnek; Bulgarian: железен; Catalan: de ferro; Chinese Mandarin: 鐵製的, 铁制的; Danish: jern-; Dutch: ijzeren; Esperanto: fera; Estonian: raudne, raud-; Faroese: jarn-; Finnish: rautainen; French: de fer; Galician: férreo; German: eisern; Gothic: 𐌴𐌹𐍃𐌰𐍂𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: σιδερένιος; Ancient Greek: σιδάρεος, σιδήρειος, σιδηρείη, σιδήρειον, σιδηροῦς, σιδηρᾶ, σιδηροῦν, σιδηρέη, σιδήρεον, σιδηρέα, σιδήρεος, σιδηρήεις, σιδηρῖτις, σιδαρίτας, σιδηρίτης; Ido: fera; Interlingua: de ferro, ferree; Irish: iarnaí, iarnda; Italian: ferreo, ferroso, ferrico; Japanese: 鉄製の; Latin: ferreus; Latvian: dzelzs-; Lithuanian: geležinis; Macedonian: железен; Malayalam: ഇരുമ്പ്; Maori: rino; Persian: آهنین‎; Polish: żelazny; Portuguese: de ferro, férreo; Romanian: de fier, din fier; Russian: железный; Serbo-Croatian: željezan, železan; Slovak: železný; Spanish: férreo; Swedish: järn-; Turkish: demir; Ukrainian: залі́зний; Vilamovian: ȧjzera; Yiddish: אײַזערן‎; Zazaki: asınên

Lexicon Thucydideum

ferreus, made of iron, 2.76.4, 4.25.4, 4.100.2, 7.62.3,
item likewise 7.65.1.