πλούσιος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Lacon. πλούτιος EM156.20: πλουσία, πλούσιον: (πλοῦτος):—
A wealthy, opulent, rich, opp. πένης, πενιχρός, Hes.Op.22, h.Merc.171, Thgn. 621, etc.; πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου S.OT455; ἐμοὶ πένης… πλουσίου μᾶλλον ξένος E.El.395; μέγα π. Hdt.1.32; πλουσίῳ χαίρειν γένει in his rich and lordly race, S.OT1070: prov., οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν = even if they were richer than Midas Pl.R. 408b.
2 c. gen. rei, rich in a thing, ὁ δαίμων δ' ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν E.Or.394; π. οὐ χρυσίου, ἀλλ' οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Pl. R.521a; πλουσιώτερος εἰς τὸ γῆρας… φρονήσεως Id.Plt.261e.
3 c. dat., π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Plu.Cat.Ma.18; εἴκοσι μύξαις π… λύχνος Call.Epigr.56; π. ἐν ἐλέει Ep.Eph.2.4.
II of things, σοὶ δὲ π. τράπεζα κείσθω richly furnished, S.El.361; ample, abundant, κτερίσματα E.Tr.1249; ὕδωρ Id.Fr.316.3: Sup., θησαυρὸς ἀνάκειται ὁμοῖα τοῖσι πλουσιωτάτοισι Hdt.3.57. Adv. πλουσίως, ἱρὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Id.2.44; π. ταφήσεται E.Alc.56; κοίτας… π. σεσαγμένας Eup.76, cf. Ph.2.400, etc.; νέον π. ἐπικηρυκευόμενον Aristaenet.2.1.
German (Pape)
[Seite 638] reich, begütert; Hes. op. 22; Gegensatz πτωχός, Soph. O. R. 455, wie Plat. Theaet. 175 a; πένης, Eur. El. 395, wie Plat. prot. 319 d; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 37 ff.; reich an Etwas, τινός, wie dives opum, κακῶν, Eur. Or. 394; πλουσιώτερος ἀναφανήσει φρονήσεως, Plat. Polit. 261 e; Xen. auch = vornehm. Übh. reichlich, überflüssig, Sp. – Adv.; πλουσίως θάπτειν, Eur. Alc. 57; Her. 2, 44.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 riche, opulent ; τινος, τινι riche de qch;
2 p. ext. copieux, abondant;
Cp. πλουσιώτερος.
Étymologie: πλοῦτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλούσιος -α -ον [πλοῦτος] van pers. rijk (aan); met gen..; πλούσιος κακῶν rijk aan rampen Eur. Or. 394; met dat..; π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς rijk aan nutteloze en overbodige zaken Plut. CMa 18; met ἐν + dat..; π. ἐν ἐλέει rijk aan erbarming NT Eph. 2.4; adv. πλουσίως = zoals de rijken doen. Aristoph. Ve. 1168. van zaken rijk, goed gevuld, overvloedig:. π. τράπεζα een rijke tafel Soph. El. 361.
Russian (Dvoretsky)
πλούσιος:
1 богатый: πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου Soph. (он станет) нищим из богатого; Μίδου πλουσιώτερος Plat. богаче (самого) Мидаса;
2 перен. богатый, обильный, пышный (τράπεζα Soph.; κτερίσματα Eur.): π. τινος Eur., Plat., τινι Plut., Anth. и ἔν τινι NT богатый (изобилующий) чем-л.
English (Strong)
from πλοῦτος; wealthy; figuratively, abounding with: rich.
English (Thayer)
πλουσία, πλούσιον (πλοῦτος), from Hesiod, Works, 22down, the Sept. for עָשִׁיר, rich;
a. properly, wealthy, abounding in material resources: ὁ πλούσιος, substantively, οἱ πλούσιοι, πλούσιος, without the article, a rich Prayer of Manasseh, abounding, abundantly supplied: followed by ἐν with a dative of the thing in which one abounds (cf. Winer's Grammar, § 30,8b. note), ἐν ἐληι, ἐν πίστει, ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, of Christ, 'although as the ἄσαρκος λόγος he formerly abounded in the riches of a heavenly condition, by assuming human nature he entered into a state of (earthly) poverty,' 2 Corinthians 8:9.
Greek Monolingual
-α, -ο / πλούσιος, -ία, -ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α
1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος
2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» Ερωτόκρ.
β. «χώρα πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ δαίμων δ' εἴς με πλούσιος κακῶν», Ευρ.)
3. πολυπληθής, άφθονος (α. «πλούσια συγκομιδή» β. «πλούσιον ὕδωρ», Ευρ.)
4. ο πλούσια παρασκευασμένος, πολυτελής (α. «πλούσιος διάκοσμος» β. «σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω», Σοφ.)
νεοελλ.
1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος
2. φρ. α) «πλούσια γλώσσα» — γλώσσα που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτο
β) «πλούσια ρίμα» — ρίμα που συνηχεί πριν από το τονιζόμενο φωνήεν
3. παροιμ. φρ. «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με γενναιοδωρία ή αφθονία πραγμάτων
αρχ.
1. φρ. «χαίρω πλουσίῳ γένει» — χαίρομαι, είμαι ευτυχής για την πλούσια και αγέρωχη γενιά μου
2. παροιμ. φρ. «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν» — ούτε και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (Πλάτ.).
επίρρ...
πλουσίως ΝΜΑ και πλούσια Ν
με τρόπο πλούσιο, με αφθονία (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικήτω ἐν ὑμῖν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)
αρχ.
1. πολυτελώς («εἶδον ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», Ηρόδ.)
2. μεγαλοπρεπώς («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλούσιος (< πλουτ-ιος) παράγεται από τη λ. πλοῦτος με κατάλ. -ιος και συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. δημόσιος < δημότιος< δημότης)].
Greek Monotonic
πλούσιος: -α, -ον (πλοῦτος),·
I. 1. πλούσιος, αυτός που έχει άφθονα αγαθά, εύπορος, πολυτελής, σε Ησίοδ., Θέογν., Αττ.
2. με γεν. πράγμ., πλούσιος σε κάτι, Λατ. dives opus, σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., σε Πλούτ.
II. λέγεται για πράγματα, πολυτελής, άφθονος, πλούσιος, σε Σοφ., Ευρ.
III. επίρρ. -ίως, σε Ηρόδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πλούσιος: -α, -ον, (πλοῦτος) ὡς καὶ νῦν, ὁ κεκτημένος πολλά, ὁ ἔχων πλοῦτον, ἀντίθετον τῷ πένης, πενιχρός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 22, Θέογν. 621, κτλ., καὶ Ἀττ.· πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου Σοφ. Ο. Τ. 455· ἐμοὶ πένης... πλουσίου μᾶλλον ξένος Εὐρ. Ἠλ. 394· μέγα πλ. Ἡρόδ. 1. 32· πλουσίῳ χαίρειν γένει, ἐπὶ τῇ πλουσίᾳ γενεᾷ του, Σοφ. Ο. Τ. 1070· παροιμ., οὐ δ’ εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν Πλάτ. Πολ. 408Β. 2) μετὰ γεν. πράγμ., πλούσιος εἴς τι πρᾶγμα, Λατ. dives opum, ὁ δαίμων δ’ ἐς ἐμὲ πλούσιος κακῶν Εὐρ. Ὀρ. 394· πλ. οὐ χρυσίου, ἀλλ’ οὖ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Πλάτ. Πολ. 521Α· πλουσιώτερος εἰς τὸ γῆρας... φρονήσεως ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 261Ε. 3) ὡσαύτως μετὰ δοτ., πλ. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 10· λύχνος... εἴκοσι μύξαις πλ. Ἀνθ. Π. 6. 148· πλ. ἐν ἐλέει Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σοὶ δὲ πλουσία κείσθω τράπεζα, πολυτελής, Σοφ. Ἠλ. 361, 192· ἄφθονος, κτερίσματα Εὐρ. Τρῳ. 1249· ὕδωρ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 318. Ἐπίρρ. -ίως, Ἡρόδ. 2. 44· πλ. τραφήσεται Εὐρ. Ἄλκ. 56· τὰς κοίτας γ’ ἔχουσι πλουσίως σεσαγμένας Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 12.
Middle Liddell
πλούσιος, η, ον πλοῦτος
I. rich, wealthy, opulent, Hes., Theogn., Attic
2. c. gen. rei, rich in a thing, Lat. dives opum, Eur., Plat.:—also c. dat., Plut.
II. of things, richly furnished, ample, abundant, Soph., Eur.
III. adv. -ίως, Hdt., Eur.
Chinese
原文音譯:ploÚsioj 普魯西哦士
詞類次數:形容詞(28)
原文字根:富有 相當於: (כָּבֵד) (עָשִׁיר)
字義溯源:富裕的,有錢的,財,財主,財富,有財富的人,豐富,富,富戶,富有,富足,富足的人;源自(πλοῦτος)=財富);而 (πλοῦτος)出自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(28);太(3);可(2);路(11);林後(1);弗(1);提前(1);雅(5);啓(4)
譯字彙編:
1) 財主(8) 太19:23; 太19:24; 可10:25; 可12:41; 路16:21; 路16:22; 路18:25; 路21:1;
2) 富足的人(4) 路6:24; 提前6:17; 雅1:11; 雅5:1;
3) 富足的(4) 路14:12; 雅1:10; 啓2:9; 啓3:17;
4) 富足(2) 林後8:9; 雅2:5;
5) 財(2) 路16:1; 路16:19;
6) 豐富的(1) 弗2:4;
7) 富足人(1) 雅2:6;
8) 富的(1) 啓13:16;
9) 富戶(1) 啓6:15;
10) 富有(1) 路18:23;
11) 富有的(1) 太27:57;
12) 富(1) 路12:16;
13) 有財富的人(1) 路19:2
English (Woodhouse)
rich, fruitful in, prolific in, rich in, teeming with
Lexicon Thucydideum
dives, rich, 6.39.1, 7.86.4,
COMP. 1.8.3,
SUP. 1.25.4, 1.108.3. 3.70.4. 8.45.4.
Translations
wealthy
Afrikaans: ryk; Arabic: غَنِيّ; Asturian: adineráu, ricu; Belarusian: багаты; Bulgarian: богат, заможен; Catalan: adinerat, ric; Chinese Mandarin: 富有, 富的; Finnish: varakas, äveriäs; French: riche, nanti; Galician: adiñeirado, rico, ricaz; Georgian: მდიდარი; German: wohlhabend, reich; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌹𐌲𐍃; Greek: εύπορος, πλούσιος; Ancient Greek: ἀφνειός, ἔνολβος, ἐρικτέανος, εὐκτήμων, ἐϋκτήμων, εὔπορος, εὐχρήματος, πίων, πλούσιος, πλούτιος, πολυούσιος; Hebrew: אָמִיד; Hindi: अमीर, धनी, संपन्न; Hungarian: gazdag, vagyonos; Irish: maoineach, maoinmhar; Italian: benestante, abbiente, agiato, facoltoso, denaroso, danaroso, ricco; Japanese: 裕福な, 豊かな, 富有な, 金持の; Korean: 풍부한; Kurdish Central Kurdish: دۆڵەمەند, خاوەن پارە; Latin: dives, dis, locuples; Latvian: turīgs, mantīgs; Persian: پولدار, ثروتمند; Polish: bogaty, zamożny; Portuguese: rico; Romanian: bogat, avut; Russian: богатый, состоятельный, зажиточный, обеспеченный; Sanskrit: धन्य, धनिक, ईशान, रयि; Sorbian Lower Sorbian: bogaty; Spanish: adinerado, rico, próspero, acomodado; Swedish: rik, förmögen, välbärgad; Telugu: ధనిక, సంపన్న; Tibetan: ཕྱུག་པོ; Tocharian B: śāte, ekaññetstse; Turkish: zengin, varlıklı, varsıl; Ukrainian: багатий; Urdu: امیر; Vietnamese: giàu; Volapük: benolabik, liegik; Welsh: cyfoethog
rich
Afrikaans: ryk; Ainu: イコロアン; Albanian: i pasur; Aleut: tukux̂; Arabic: غَنِيّ; Egyptian Arabic: غني; Armenian: հարուստ; Azerbaijani: zəngin, varlı; Bashkir: бай; Basque: aberats; Belarusian: багаты; Bengali: ধনী; Breton: pinvidik; Bulgarian: богат; Burmese: ဌေး, ကြွယ်; Buryat: баян; Catalan: ric; Chinese Eastern Min: 富; Mandarin: 富有, 富的, 有錢/有钱, 闊/阔; Crimean Tatar: zengin, bay; Czech: bohatý; Danish: rig; Dutch: rijk; Esperanto: riĉa; Estonian: rikas; Evenki: баян; Faroese: ríkur; Finnish: rikas, äveriäs; French: riche; Friulian: ric, siôr; Galician: rico; Georgian: მდიდარი; German: reich; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌹𐌲𐍃; Greek: πλούσιος, εύπορος; Ancient Greek: ἀφνειός, ἔνολβος, ἐρικτέανος, εὐκτήμων, ἐϋκτήμων, εὔπορος, εὐχρήματος, πιαλέος, πιαρός, πίειρα, πῖον, πίων, πλούσιος, πλούτιος, πολυούσιος; Hawaiian: waiwai; Hebrew: עָשִׁיר; Hindi: अमीर, धनी, संपन्न, गनी, धनवान; Hungarian: gazdag; Icelandic: ríkur; Ido: richa; Indonesian: kaya; Ingrian: rikas, karvain, rahakas, rahalliin; Interlingua: ric; Irish: saibhir; Italian: ricco; Japanese: 裕福な, 豊かな, 富有な, 金持ちの; Javanese: sugih; Kazakh: бай; Khmer: ធនិន, មហទ្ធន; Korean: 풍부하다, 부유하다; Kurdish Central Kurdish: دۆڵەمەند, خاوەن پارە; Kyrgyz: бай; Lao: ມັ່ງ, ລວຍ; Latin: dives, dis, locuples; Latvian: bagāts, turīgs, mantīgs; Lithuanian: turtingas; Louisiana Creole French: rish; Low German: riek; Luxembourgish: räich; Macedonian: богат; Malay: kaya; Maltese: għani; Manchu: ᠪᠠᠶᠠᠨ; Maori: whairawa; Minangkabau: kayo; Mongolian: баян, элбэг; Nanai: баян; Navajo: atʼį́; Norman: riche; Norwegian Bokmål: rik; Nynorsk: rik; Occitan: ric; Old Czech: bohatý; Old Javanese: sugih; Old Occitan: ric; Oromo: dureessa; Ossetian Digor: гъӕздуг; Iron: хъӕзныг, хъӕздыг; Pashto: بای, بډا, غني; Persian: غنی, ثروتمند, رایومند; Polish: bogaty; Portuguese: rico, rica; Romani: barvalo; Romanian: bogat, avut; Russian: богатый, состоятельный, зажиточный, обеспеченный; Sanskrit: धन्य, धनिक, ईशान, रयि, धनवत्, धनिन्; Scots: rik; Scottish Gaelic: beairteach; Serbo-Croatian Cyrillic: богат, имућан; Roman: bogat, imućan; Shor: пай; Sicilian: riccu; Sidamo: dureessa; Slovak: bohatý; Slovene: bogàt; Sorbian Lower Sorbian: bogaty; Upper Sorbian: bohaty; Spanish: rico; Swahili: tajiri; Swedish: rik; Tagalog: mayaman; Tajik: сарватманд, ғанӣ, бой; Tamil: பணக்கார; Tatar: бай; Telugu: సంపన్న, ధనిక; Thai: รวย, มีเงิน; Tibetan: ཕྱུག་པོ; Tocharian B: śāte; Turkish: varlıklı, varsıl, zengin; Turkmen: baý; Ukrainian: багатий; Urdu: امیر, دھنی; Uyghur: باي; Uzbek: boy; Venetian: rico; Vietnamese: giàu; Volapük: liegik; Welsh: ariannog, goludog, mwynfawr, cyfoethog; West Frisian: ryk; Yiddish: רײַך; Yucatec Maya: ayik'al