μελετάω

Revision as of 15:31, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")

English (LSJ)

fut. μελετήσω Th.1.80, etc., μελετήσομαι Luc.Sol. 6, Philostr.VS1.24.2:—post-Hom. Verb,
A take thought or take care for, c. gen., βίου, ἔργου, Hes.Op.316, 443: c. acc. rei, δόξαν ἀρετῆς Th. 6.11; of a physician, treat a case, Hp.Int.27, etc.:—Pass., of the patient, ib.26, etc.
2 attend to, study, οὐ δύναμαι ἀκοῦσαι, τοῦτο μελετῶν (sc. τὸ ἀκοῦσαι) Hdt.3.115; πλήθους δόξας μεμελετηκώς Pl. Phdr.260c.
II pursue, exercise, (μαντείην) h.Merc.557; μ. τοῦτο (sc. ἡμεροδρόμην εἶναι) Hdt.6.105: freq. in Att., μ. σοφίαν Ar.Pl. 511; τέχνας, ῥητορικήν, Pl.Grg. 511b, 511c, 448d; practise, ἤθη, γαστριμαργίας, ὕβρεις, Id.Phd.81e; ὄρχησιν Id.Lg.813e; (νόμους) E.Ba.892 (lyr.); ἀστοῖς ἴσα χρὴ μελετᾶν S.OC171 (anap.); τὴν τῶν πολεμικῶν ἄσκησιν Arist.Pol.1333b39: generally, μ. ἄδικα LXX Jb.27.4; ταῦτα μελέτα 1 Ep.Ti.4.15; esp. practise speaking, con over a speech in one's mind, λογάρια δύστηνα μελετήσας D.19.255; ἀπολογίαν Id.46.1; also, deliver, declaim (cf. 11.5 b), λόγους D.C.40.54:—Pass., τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι naval warfare cannot be practised 'en amateur', Th.1.142; εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη discipline put in practice on the battle-field, Id.6.72, cf. Pl.R. 455c.
2 c. inf., μετρίως ἀλγεῖν μελετᾷ σοφία practises moderation in grief, E. Fr.46; λαλεῖν μεμελετήκασί που Ar.Ec.119; also μ. τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν X.Cyr.1.2.12, cf. Antipho 3.2.3; μ. ποιεῖν καὶ λέγειν Lys.10.9; μ. ἀποθνῄσκειν, τεθνάναι, practise dying, death, Pl.Phd. 67e, 81a, cf. Epicur.Fr.470.
3 less freq. c. part., μ. κυβερνῶντες X.Ath.1.20; with ὡς and part., Id.Cyr.5.5.47.
4 with Prep., μ. ἔν τινι LXX Jo. 1.8,al.
5 abs., study, train oneself, Ar.Ec.164, Th.1.80, X.HG 3.4.16; ἦν τὸ ἱππικὸν μεμελετηκός ib.6.4.10: c. dat. modi, τόξῳ μ. καὶ ἀκοντίῳ Id.Cyr.2.1.21; ἐν τῷ μὴ μελετῶντι by want of practice, Th.1.142.
b esp. practise oratory, declaim, Pl.Phdr.228b; ἐπὶ τῶν καιρῶν μ. extemporize a speech, D.61.43; Ἑλληνιστὶ μ. Plu.Cic.4, cf. 2.131a, Luc.Sol.6, Philostr. VS1.24.2, AP11.145; of actors, Arist. Pr.904b3.
6 Medic., of disease, threaten, μ. τὴν τοῦ καρκινώματος γένεσιν Leonid. ap. Aët.16.43: abs., ἢν κρύβδην μελετήσῃ… ἡ νοῦσος Aret.SD2.12:—Pass., ἀπειλᾷ καὶ μελετᾶται μανία Steph. in Hp.1.99 D., cf. Aët.16.63.
7 c. acc. pers., exercise, train persons, ἐμελέτησεν [αὐτοὺς] ὡς εἶενX.Cyr.8.1.42: c. inf., οὓς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ Φείδων Mnesim.4.7:—Pass., μελετώμενοι ὑπ' αὐτῶν τὴν πτῆσιν, of eaglets, Philostr.VA1.7.
III Gramm., to be accustomed, c. inf., μεμελέτηκε τὸ τ εἰς θ τρέπεσθαι An.Ox.1.66; τὰ μὴ μελετήσανταπάσχεινσυναίρεσιν Theognost. Can.145.25.
b Medic., acquire a habit, μελετησάντων ἐκπίπτειν βραχιόνων Gal.14.782:—Pass., become chronic, μελετηθὲν τὸ πάθος Aët.16.67.

German (Pape)

[Seite 121] fut. auch μελετήσομαι, Luc. Pseudos. 6, sorgen, Sorge tragen für Etwas, τινός, wie βίου, ἔργου, Hes. O. 318. 445; τινά, ärztlich behandeln, Hipp.; auch μαντείαν, sich damit beschäftigen, sie treiben, üben, H. h. Merc. 557; vgl. Her. 3, 115. 6, 105; ὦ πάτερ, ἀστοῖς ἴσα χρὴ μελετᾶν, Soph. O. C. 168, d. i. man muß ihnen folgen; Eur. sagt κρεῖσσον τῶν νόμων μελετᾶν, Bacch. 890; σοφίαν, Ar. Plut. 511; – üben, sich üben, dem ἀσκέω u. γυμνάζομαι entsprechend, Xen. Hell. 3, 4, 16; ἱππικὸν μεμελετηκός, eine geübte, gut einexercirte Reiterei, 6, 4, 10; τινά, einüben, Cyr. 8, 1, 42; τὰς τέχνας, Plat. Gorg. 511 b; μανθάνοντι καὶ μελετῶντι, Rep. VII, 526 c, öfter, bes. von declamatorischen Übungen, τὴν ῥητορικὴν μᾶλλον μεμελέτηκεν ἢ διαλέγεσθαι, Gorg. 448 d, ἵνα μελετῴη, eine von einem Andern ausgearbeitete Rede einüben, Phaedr. 228 b; Dem. u. A.; mit acc. c. inf., Mnesim. bei Ath. IX, 402 f; ὡς ἐπιδειξόμενοι τοῦτο μελετᾶτε, Xen. Cyr. 5, 5, 47. – Adj. verb., ἀνδρὶ μελετητέον οὐ τὸ δοκεῖν εἶναι ἀγαθὸν ἀλλὰ τὸ εἶναι, Plat. Gorg. 527 b. – Auch pass., οἶσθά τι ὑπ' ἀνθρώπων μελετώμενον, Rep. V, 455 c; Thuc. 1, 142; μεμελετημέναι τέχναι, Xen. Cyr. 1, 6, 41.

French (Bailly abrégé)

μελετῶ :
f. μελετήσω, postér. μελετήσομαι, ao. ἐμελέτησα, pf. inus.
I. prendre soin, s'occuper de : τινός, τι, de qch ; en mauv. part μ. δόξαν ἀρετῆς THC rechercher une réputation de bravoure;
II. p. ext.
1 s'occuper de, exercer, pratiquer : τόξῳ καὶ ἀκοντίῳ, s'exercer à l'arc et au javelot ; μ. τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν XÉN s'exercer à tirer de l'arc et à lancer le javelot ; μ. ἀποθνῄσκειν PLAT s'habituer à l'image de la mort ; Pass. τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι THC l'art du marin n'admet pas qu'on s'y applique en passant ; εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη THC habitudes de discipline s'acquérant par l'exercice au milieu du danger;
2 particul. s'exercer à la déclamation oratoire ; déclamer, réciter;
NT: projeter.
Étymologie: μελέτη.

Russian (Dvoretsky)

μελετάω: (fut. μελετήσω - Luc. μελετήσομαι)
1 заботиться, усердно думать (βίου, ἔργου Hes.);
2 стараться, добиваться: οὐ δύναμαι ἀκοῦσαι, τοῦτο μελετέων Her. этого я не могу выяснить, хотя и старался; δόξαν ἀρετῆς μ. Thuc. стремиться прослыть доблестным;
3 делать, заниматься: σοφίαν μ. Arph. заниматься наукой; ἀστοῖς ἴσα χρὴ μ. Soph. нужно поступать так, как угодно гражданам; ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι Thuc. быть предметом побочных занятий; κρεῖσσον τῶν νόμων μ. Eur. выдумывать нечто, превышающее (установленные богами) законы;
4 упражняться, обучаться, изучать (τὴν ῥητορικήν Plat.): ἱππικὸν μεμελετηκός Xen. (хорошо) обученная конница;
5 обучать, учить, воспитывать (τινα Xen.): μεμελετημέναι τέχναι Xen. хорошо усвоенные навыки.

Greek (Liddell-Scott)

μελετάω: μέλλ. -ήσω Θουκ. 1. 80, κτλ.· ἀλλὰ -ήσομαι Λουκ. Ψευδοσοφιστ. 6, Φιλόστρ. 529· (ίδε ἐν λέξ. μέλω). Ρῆμα τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων, φροντίζω περί τινος, μετὰ γεν., ὡς τὸ ἐπιμελέομαι, βίου, ἔργου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 314, 441. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, φροντίζω περί τινος, δίδω προσοχὴν εἴς τι, σπουδάζω, μελετῶ, οὐ δύναμαι ἀκοῦσαι, τοῦτο μελετῶν (ἐξυπ. τὸ ἀκοῦσαι) Ἡρόδ. 3. 115· ἀστοῖς ἴσα χρὴ μελετᾶν Σοφ. Ο. Κ. 171· νόμους Εὐρ. Βάκχ. 892· μ. δόξαν, σπουδάζω, ἐπιδιώκω φήμην, Θουκ. 6. 11· μ. δόξας, ἐπιδιώκω τὴν εὐνοϊκὴν γνώμην τῶν πολλῶν, Πλάτ. Φαῖδρ. 260C. 2) ἐπαγγέλλομαι τέχνην τινά, ἢ ἀσκοῦμαι νὰ μάθω αὐτήν, μελετῶ, Λατ. meditari, μαντείαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 557· μ. τοῦτο (δηλ. κήρυκα εἶναι) Ἡρόδ. 6. 105· συχν. παρ’ Ἀττ., μ. σοφίαν Ἀριστοφ. Πλ. 511· τέχνας, ῥητορικήν, ὄρχησιν, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 511Β, κτλ.· - παρ’ Ἀττικ. ὡσαύτως, ἀσκοῦμαι εἰς ἀγορεύσεις, ἐπαναλαμβάνω κατ’ ἐμαυτὸν δημηγορίαν, λογάρια δύστηνα μελετήσας Δημ. 421. 20· ἀλλὰ συχνάκις παραλείπεται ἡ αἰτ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 4. - Παθ., τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, ἡ ναυτικὴ ἱκανότης δὲν προσγίνεται διὰ παρέργου ἀσκήσεως, Θουκ. 1. 142· εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη, πειθαρχία ἀσκουμένη ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, 6. 72, πρβλ. μελέτη Ι. 2· οὕτω παρὰ Πλάτ., κλ. ΙΙΙ. ἕτεραι συντάξεις δύνανται νὰ ἀντικαταστήσωσι τὴν μετ’ αἰτ. πράγμ., 1) ἡ μετ’ ἀπαρ., ἀσκοῦμαι εἰς τὴν πρᾶξιν πράγματός τινος, μελετῶ ἢ σπουδάζω νὰ μάθω πῶς νὰ πράττω αὐτό, μετρίως ἀλγεῖν μελετᾷ σοφία, ἀσκεῖ μετριότητα ἐν τῇ θλίψει, Εὐρ. Ἀποσπ. 47· λαλεῖν μεμελετήκασί που Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 119· ὡσαύτως, μ. τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12, πρβλ. Ἀντιφῶντα 121. 25· ποιεῖν καὶ λέγειν Λυσ. 117. 1· μ. ἀποθνήσκειν Πλάτ. Φαίδων 67Ε. 2) σπανιώτερον μετὰ μετοχ., μ. κυβερνῶντες Ξεν. Ἀθην. 1, 20· μετὰ τοῦ ὡς καὶ μετοχ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 5, 47. 3) ἐμελέτησεν ὡς... εἶεν αὐτόθι 8. 1, 42. 4) ἀπολ., γυμνάζομαι, ἀσκοῦμαι, μελετῶ, παραλειπομένης τῆς αἰτ. πράγματος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 164, Θουκ. 1. 80, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἦν τὸ ἱππικὸν μεμελετηκὸς Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 10· μετὰ δοτ. τρόπου, τόξῳ μ. καὶ ἀκοντίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 21· ἐν τῷ μὴ μελετῶντι διὰ τὴν ἔλλειψιν ἀσκήσεως, Θουκ. 1. 142, πρβλ. Jelf Ἑλλ. Γραμμ. § 436 Obs. 4. 2. β) ἰδίως, μελετῶ λόγον ὅπως μάθω αὐτὸν ἀπὸ στήθους, γυμνάζω ἐμαυτὸν εἰς τὴν ἀπαγγελίαν αὐτοῦ, (ἴδε ἀνωτ.), Πλάτ. Φαῖδρ. 228Β· οὕτως ἐπὶ ὑποκριτῶν, Ἀριστ. Προβλ. 11. 46· πρβλ. Φιλόστρ. 529, Ἀνθ. Π. 11. 145, κτλ.· οὐδ’ ἐπὶ τῶν καιρῶν μελετᾶν, αὐτοσχεδιάζειν λόγον ἐκ τοῦ προχείρου, Δημ. 1414. 12. - Πρβλ. ἀσκέω. IV. μετ’ αἰτ. προσ., ἐξασκῶ, γυμνάζω ἀνθρώπους, ἐμελέτησεν αὐτοὺς ὡς εἶεν... Ξεν. Κύρ. 8. 1, 14· μετ’ ἀπαρ., τούς τε μαθητάς... οὓς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ Φείδων Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 7. 2) ἐπὶ ἰατροῦ, μελετῶ, ἐξετάζω νόσημά τι, καταγίνομαι πρὸς θεραπείαν αὐτοῦ, Ἱππ. 548. 4, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τοῦ νοσοῦντος, ὁ αὐτ. 547. 7, κτλ. V. Παρὰ Γραμμ., συνηθίζω νὰ κάμνω τι, μετ’ ἀπαρεμφάτου.

Spanish

declamar

English (Strong)

from a presumed derivative of μέλω; to take care of, i.e. (by implication) revolve in the mind: imagine, (pre-)meditate.

English (Thayer)

μελέτω; 1st aorist ἐμελέτησα; (from μελέτη care, practice); especially frequent in Greek writings from Sophocles and Thucydides down; the Sept. chiefly for הָגָה; to care for, attend to carefully, practise: τί, R. V. be diligent in); to meditate equivalent to to devise, contrive: μελετᾶν τήν ἀπολογίαν ὑπέρ ἑαυτῶν, Demosthenes, p. 1129,9 (cf. Passow, under the word,
d. (Liddell and Scott, under the word, II:2 and III:4b.)), which usage seems to have been in the writer's mind in R L brackets Compare: προμελετάω).

Greek Monotonic

μελετάω: μέλ. ήσω και -ήσομαι,
I. φροντίζω για κάποιον, για κάτι, προσέχω κάτι, με γεν., σε Ησίοδ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., εντείνω την προσοχή μου, εξετάζω, σε Ηρόδ., Σοφ.· μελετῶ δόξαν, στρέφω την προσοχή μου, επιδιώκω τη φήμη, σε Θουκ.
2. εξασκώ μια τέχνη, Λατ. meditari, μαντείαν, σε Ομηρ. Ύμν.· μελετῶ τοῦτο (ενν. κήρυκα εἶναι), σε Ηρόδ.· μελετῶ σοφίαν, σε Αριστοφ.· ῥητορικήν, σε Πλάτ.· στους Αττ. επίσης, ασκώ την τέχνη της ομιλίας, μελετώ έναν λόγο, σε Δημ. — Παθ., τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, η ναυτική ικανότητα δεν μπορεί να αποκτηθεί με περιστασιακή εξάσκηση, σε Θουκ.· εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη, πειθαρχία που αποκτήθηκε με εξάσκηση στο πεδίο της ναυμαχίας, στον ίδ.
III. με απαρ., εξασκούμαι σε μια δραστηριότητα, μελετῶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν, σε Ξεν.· μελετῶ ἀποθνῄσκειν, σε Πλάτ.
IV. απόλ., ασκούμαι, εξασκούμαι, με την αιτ. πράγμ. να παραλείπεται, σε Θουκ., Ξεν.· ἐν τῷ μὴ μελετῶντι (= μελετᾶν), με την έλλειψη εξάσκησης, σε Θουκ.· ιδίως, προβάρω έναν λόγο, εκφωνώ ρητορικό λόγο, σε Πλάτ. κ.λπ.
V. με αιτ. προσ., εξασκώ ή προπονώ πρόσωπα, σε Ξεν.

Middle Liddell

I. to care for, attend to a thing, c. gen., Hes.
II. c. acc. rei, to attend to, study, Hdt., Soph.; μ. δόξαν to study, court reputation, Thuc.
2. to practise an art, Lat. meditari, μαντείαν Hhymn.; μ. τοῦτο (sc. κήρυκα εἶναἰ Hdt.; μ. σοφίαν Ar.; ῥητορικήν Plat.:—in Attic also, to practise speaking, to con over a speech, Dem.:—Pass., τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι nautical skill cannot be acquired by occasional practice, Thuc.; εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη discipline won by practice on the battle-field, Thuc.
III. c. inf. to practise doing a thing, μ. τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν Xen.; μ. ἀποθνήσκειν Plat.
IV. absol. to practise, exercise oneself, the acc. rei being omitted, Thuc., Xen.; ἐν τῷ μὴ μελετῶντι (= μελετᾶν) by want of practice, Thuc.: —esp. to rehearse a speech, declaim, Plat., etc.
V. c. acc. pers. to exercise or train persons, Xen. [from μελέτη

Chinese

原文音譯:melet£w 姆累他哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:照顧 相當於: (הָגָה‎) (שִׂיחַ‎)
字義溯源:謀算,實行,照顧,設法,考慮,殷勤,用心去作;源自(μέλει / μέλω)*=顧念)
出現次數:總共(2);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 你要用心去作(1) 提前4:15;
2) 謀算(1) 徒4:25

Léxico de magia

declamar εἶτα λέγε μελετῶν τοῦτο luego di esto declamando P VI 28

Lexicon Thucydideum

meditari, exercere se, to practice, train oneself, 1.80.5, 1.121.4, 1.142.7, (rem navalem, naval affairs). 1.142.71.142.8, 2.86.5, 6.11.6,
PASS. 1.142.9, 6.72.4.

Translations

study

Albanian: nxë, mësoj; Arabic: ذَاكَرَ, دَرَسَ; Egyptian Arabic: درس; South Levantine Arabic: درس; Armenian: սովորել, ուսանել, պարապել; Assamese: পঢ়া-শুনা কৰা, অধ্যয়ন কৰা; Basque: ikasi; Belarusian: вучыць; Bulgarian: уча; Catalan: estudiar; Cebuano: tuon; Czech: studovat; Danish: studere, lære; Dutch: studeren, leren; Esperanto: studi; Estonian: õppima; Finnish: lukea, opiskella, tutkia; French: étudier; Galician: estudar; Georgian: სწავლობს; German: lernen; Greek: μελετώ, σπουδάζω; Ancient Greek: μελετάω, σπουδάζω; Hebrew: לָמַד; Hindi: पढ़ना; Hungarian: tanul, átnéz,ismétel; Icelandic: læra, lesa, stúdera; Ilocano: agadal; Indonesian: belajar, mempelajari, mengkaji; Italian: studiare; Kabyle: ɣer; Kapampangan: magaral; Kashmiri: پَرُن; Latin: studeo; Malay: ulang kaji; Malayalam: പഠിക്കുക; Maori: whakatewhatewha, whakatātare, akoako; Marathi: अभ्यासणे; Mbyá Guaraní: nhembo'e; Norman: êtudier; Northern Qiang: ˈləɹʐɨ; Norwegian: studere, lære; Occitan: estudiar; Old English: leornian, ġecneordlǣċan; Polish: uczyć się; Portuguese: estudar; Romanian: studia, învăța; Russian: учить, изучать, исследовать, готовиться; Southern Sami: lïeredh; Spanish: estudiar; Swedish: studera, lära, läsa; Tagalog: mag-aral; Tamil: படி, கல்; Turkish: çalışmak; Ukrainian: вчити, учити