ἀγαπητός

From LSJ
Revision as of 17:32, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαπητός Medium diacritics: ἀγαπητός Low diacritics: αγαπητός Capitals: ΑΓΑΠΗΤΟΣ
Transliteration A: agapētós Transliteration B: agapētos Transliteration C: agapitos Beta Code: a)gaphto/s

English (LSJ)

ἀγαπητή, ἀγαπητόν, Dor. ἀγαπατός, ά, όν,
A that wherewith one must be content (cf ἀγαπάω III), hence of only children, μοῦνος ἐὼν ἀ. Od.2.365; Ἑκτορίδην ἀ. Il.6.401, cf. Od.4.817, Sapph. 85, Ar.Th.761, Pl.Alc.1.131e; Νικήρατος.. ὁ τοῦ Νικίου ἀ. παῖς D.21.165, cf. Arist.Pol.1262b23, EE1233b2; αὕτη μονογενὴς αὐτῷ ἀγαπητή LXX Jd.11.34, cf. To.3.10, Ev.Marc.12.6 (but cf. also 11.2), etc.; ἀγαπητός· μονογενής, Hsch.:—so of things, Arist.Rh.1365b16; δαπίδιον ἓν ἀ. Hipparch.Com.1; προβάτιον Men.319.3.
2 to be acquiesced in (as the least in a choice of evils), And.3.22, J.BJ5.10.3:—hence, ἀγαπητόν ἐστι = one must be content, εἰ... ἐάν.. Pl.Prt. 328b, X.Oec. 8.16, D.18.220, Arist.Metaph.1076a15, etc.; c. inf., EN1171a20.
II of things, desirable, ἤθη X.Mem.3.10.5; βίος Pl.Phlb. 61e (Sup.).
2 of persons, beloved, ἀδελφὲ ἀγαπητέ LXX To.3.10: in letters, as a term of address, Ep.Rom.12.19, cf. PGrenf.2.73, etc.
III Adv. ἀγαπητῶς = gladly, contentedly, Pl.Lg.735d, D.19.219, etc.
2 just enough to content one, barely, scarcely, Pl.Ly.218c; ἀ σωθῆναι Lys. 6.45, cf. Diph.89.2, etc.

Spanish (DGE)

(ἀγᾰπητός) -ή, -όν
• Alolema(s): dór. ἀγαπατός Pi.N.8.4, Fr.193, lesb. fem. ἀγαπάτα Sapph.132.2
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1único y amadísimo, querido gener. de hijos únicos Ἑκτορίδην ἀγαπητόν Il.6.401, de Telémaco παῖς ἀγαπητός Od.4.817, μοῦνος ἐὼν ἀγαπητός Od.2.365, cf. 4.727, 5.18, 3.817, Κλέις ἀγαπάτα Sapph.l.c., Píndaro de sí mismo εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις Pi.Fr.193, τίς τὴν ἀγαπητὴν παῖδά σου 'ξηράσατο Ar.Th.761
simpl. ἀγαπητός, ἀγαπητή hijo o hija únicos Hes.Fr.326, Νικήρατος ... ὁ τοῦ Νικίου, ὁ ἀ. D.21.165, εἰς γάμον δαπανῶν τις τοῦ ἀγαπητοῦ gastando uno en la boda del hijo único Arist.EE 1233b2
tb. en lit. jud. (para trad. hebr. yāhīd) λαβὲ τὸν υἱόν σου τὸν ἀγαπητόν, ὃν ἠγάπησας, τὸν Ισαακ LXX Ge.22.2, cf. 12, 16, θυγάτηρ ἀγαπητὴ καὶ αὐτή LXX To.3.10S, cf. Id.11.34, Am.8.10
de Cristo ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός mi hijo único muy amado, Eu.Matt.3.17, 17.5, Eu.Marc.1.11, 9.7, Eu.Luc.3.22, ἡ ἐξέλευσις τοῦ ἀγαπητοῦ Ascens.Is.1.2.
2 para otros seres o cosas únicos muy amado, apreciadísimo, estimadísimo Ἀλκιβιάδῃ ... ἐραστὴς οὔτ' ἔστιν ἀλλ' ἢ εἷς μόνος, καὶ οὗτος ἀγαπητός Pl.Alc.1.131e
del único ojo del tuerto, Arist.Rh.1365b16, δαπίδιον ἓν ἀγαπητόν Hipparch.Com.1.3, προβάτιον Men.Fr.224.3.
3 trad. tardía de otro sentido del hebr. yāhīd, siriaco īḥīdāyā, solitario, asceta en período premonástico ὅτι τρεῖς φιλόπονοι ἐγένοντο ἀγαπητοί Apoph.Patr.Sys.2.29
viviendo en cohabitación ascética c. una doncella o varias (aunque esta costumbre fue pronto ridiculizada) μίγνουσίν τι χολῆς, ὦ φθόνε, τῷ μέλιτι Gr.Naz.M.38.89, Basil.M.30.825C
en fem. de esas mismas vírgenes ἡ ἀγαπητή σου, καὶ τοὔνομα τοῦτο τὸ σεμνόν Gr.Naz.M.38.90, cf. 89
ya c. el sent. sobreentendido y ridiculizado de querida Ath.Al.M.28.837C, agapetarum pestis Hieron.Ep.22.14.
II en un sent. gener. familiar
1 querido, amado Ἄδων ἀγαπατέ Theoc.15.149, en fórmulas ἀδελφὸς ἀ. Ep.Philem.16, cf. PGrenf.2.73.2 (III d.C.), PAnt.192.1 (IV d.C.), ἀ. σύνδουλος Ep.Col.1.7, ἰατρός Ep.Col.4.14, τὸν δὲ τάφον τεύξαν ... υἱὸς καὶ συνόμευνος χάριν μνείας ἀγαπητῆς erigieron la tumba el hijo y el marido en recuerdo de la que les era querida, TAM 5.1289.4 (III d.C.), cf. IG 12(9).1239.5 (Edepso, rom.)
para dirigirse a varias personas o a una audiencia carísimos, queridísimos ἄνδρες ἀγαπητοί 1Ep.Clem.16.17
simpl. ἀγαπητοί Ep.Rom.12.19, 2Ep.Cor.7.1, 12.19, Chrys.M.60.735
c. n. pr. y pron. en gen. mi querido Ἐπαίνετον τὸν ἀ. μου Ep.Rom.16.5, ἀγαπητοί μου 1Ep.Cor.10.14, c. dat. ἀγαπητοὶ ἡμῖν ἐγενήθητε 1Ep.Thess.2.8.
2 subst. afecto, relaciones familiares τό τε ἴδιον καὶ τὸ ἀγαπητόν la propiedad y las relaciones familiares (que no tienen lugar en un Estado comunal), Arist.Pol.1262b23.
III de cosas
1 deseable, aceptable ἤθη X.Mem.3.10.5, βίος Pl.Phlb.61e, λόγος Anaximen.Rh.1420b13, ἀγαπητ[ὸν] καὶ τοῦτο Epicur.Nat.14.24.1.
2 de cosas neg. irremediable, que no hay más remedio que aceptar κακὸν ἀγαπητὸν ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ And.3.22, cf. I.BI 5.438.
3 c. complet. hay que contentarse, hay que darse por contento ἀγαπατά ... τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι Pi.N.8.4, ἀγαπητὸν εἰ, ἐάν Pl.Prt.328b, D.18.220, Arist.Metaph.1076a15, D.C.37.3
c. inf., Arist.EN 1171a20.
IV adv. ἀγαπητῶς
1 de buen grado τὴν εἰρήνην ἐποιήσασθ' D.19.219, ἀ. διημερεύειν Aesop.297
resignadamente Luc.Am.33.
2 agradablemente (Ἀρμενία) ἀγαπητῶς θαλπομένη Gr.Nyss.M.46.777A.
3 a duras penas, apenas, con dificultad ἔχων Pl.Ly.218c, σωθῆναι Lys.6.45, cf. Diph.89.2, τὴν τροφὴν ἀγαπητῶς ἥρπαζε D.C.43.6.2, ἀ. κινηθῆναι Plot.2.9.12, ἀγαπητῶς καὶ μόλις Aristid.Or.48.12.

German (Pape)

[Seite 9] (ἀγαπάω), geliebt, Hom. μοῦνος ἐὼν ἀγ., der einzige, vielgeliebte Sohn, Od. 2, 365; auch ohne μοῦνος, der einzige Sohn, 4, 727 u. 817 Il. 6, 461; – wünschenswert, Pind. N 8, 4; in Prosa, geliebt, angenehm, Plat. ἀγαπητὸν καὶ τοῦτο, man muß auch damit zufrieden sein, Crat. 429 e; u. so oft; ἀγαπητὰ ἤθη, liebenswürdiger Charakter, Xen. Mem. 3, 10, 5. – Adv. a) ἀγαπητῶς ἔχειν, zufrieden sein, Dem. ἀγαπητῶς ἐπιγράμματος ἔτυχον, sie waren zufrieden, daß sie ein Ep. erhielten, Lept. 112. – b) womit man eben zufrieden sein muß, kaum, mit Mühe, σωθείς Lys. 16, 16; πάνυ δεῖ ἀγαπητῶς ὑφ' ὑμῶν σωθῆναι 6, 45; ἀπήλλαγμαι Plat. Crit. 196 a; Lys. 218 c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 aimé, chéri ; τὸ ἀγαπητόν, objet de désir;
2 désiré, souhaité ; bienvenu ; ἀγαπητόν (ἀγαπητόν ἐστιν) εἰ ou ἐάν XÉN on doit s'estimer heureux si ; avec inf., on doit être heureux que;
NT: aimé, qui fait l'objet d'une affection spéciale, comme Jésus avec son Père.
Étymologie: ἀγαπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰπητός: дор. ἀγᾰπᾱτός 3
1 любимый, дорогой (παῖς Hom., Arph., Dem.);
2 приятный, восхитительный (βίος Plat.);
3 любезный, ласковый (ἤθη Xen.);
4 удовлетворительный, достаточный: ἀγαπητὸν καὶ τοῦτο Plat. достаточно и этого.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαπητός: -ή, -όν, Δωρ. -ᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. ἠγαπημένος, μοῦνος ἐών ἀγαπητός, ἠγαπημένος μονογενής, Ὀδ. Β, 365· συνηθέστ. ἄνευ τοῦ μοῦνος περὶ μονογενοῦς υἱοῦ, Ἑκτορίδην ἀγαπητόν, Ἰλ. Ζ. 401· πρβλ. Ὀδ. Δ, 817· οὕτω παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 761, Νικήρατος ... ὁ τοῦ Νικίου ἀγ. παῖς, Δημ. 567. 24· πρβλ. Ἀριστ. Ῥητ. 1. 7, 41, καί ἀλλ.· Κωμικῶς, δαπίδιον ἓν ἀγ., Ἵππαρχος ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1. ΙΙ. Ἐπὶ πραγμάτων, ἄξιος ἀγάπης, προσφιλής, ἐπιθυμητός, Πλάτ. Ἀλκ. 1, 131Ε, κτλ. Ὑπερθ. -ότατος, ὁ αὐτ. Φίλ. 61Ε, τὸ ἀγαπητόν, ἀντικείμενον ἀγάπης, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 7, 41, καὶ ἀλλ. 2) πρᾶγμα, εἰς ὃ ἀναγκάζεται νὰ εὐχαριστηθῇ τις, ἐπειδὴ τυγχάνει τὸ μὴ χεῖρον τῶν κακῶν, Ἀνδοκ. 26. 15: - ἐντεῦθεν, ἀγαπητόν [ἐστι] = πρέπει τις νὰ εἶναι εὐχαριστημένος, εἰ..., ἐάν..., Πλάτ. Πρωτ. 328Α, Ξεν. Οἰκ. 8. 16, Δημ. 302, 1, Ἀριστοτ., κλτ. μετ’ ἀπαρ. Ἠθ. Ν. 9, 10, 6. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς, ἑτοίμως, προθύμως, μετὰ χαρᾶς, Πλάτ. Νόμ. 735D, Δημ. 409, 7, κτλ. 2) ὁ σύμφωνος πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς καρδίας τινός, Δίφιλ. Ἄδηλ. 4. 3) μόλις ὅσον ἀρκεῖ διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τινά, μόλις ἀρκετά, μόλις καὶ μετὰ βίας, Πλάτ. Λυσ. 218C, ἀγαπητῶς σωθῆναι, Λυσ. 107, 16, οὕτω καὶ ἀγαπητόν, Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ», 1.

English (Autenrieth)

(ἀγαπάω): beloved, always with παῖς, son, which is implied in Od. 2.365.

English (Abbott-Smith)

ἀγαπητός, -ή, -όν (< ἀγαπάω), [in LXX chiefly for יָתִיד, יָדִיד;]
beloved (v. M, Pr., 221);
(a)by God: of Christ, Mt 3:17; of men, Ro 1:7;
(b)by Christians, of one another: I Co 4:14; freq. as form of address, ib. 10:14; opp. to ἐχθρός, Ro 11:28 (v. AR, Eph., 229; Cremer, 17; MM, VGT, s.v.).

English (Strong)

from ἀγαπάω; beloved: (dearly, well) beloved, dear.

English (Thayer)

(ῆ, (ἀγαπάω), beloved, esteemed, dear, favorite; (opposed to ἐχθρός, ὁ υἱός μου (τοῦ Θεοῦ) ὁ ἀγαπητός, of Jesus, the Messiah, WH marginal reading takeἀγαπητός absolutely, connecting it with what follows); L marginal reading T Tr WH ὁ ἐκλελεγμένος); Ascensio Isa. (edited by Dillmann) ἀγαπητοί Θεοῦ (Winer's Grammar, 194 (182 f); B. 190 (165)) is applied to Christians as being reconciled to God and judged by him to be worthy of eternal life: Sept., ἀγαπητοί σου and αὐτοῦ, of pious Israelites). But Christians, bound together by mutual love, are ἀγαπητοί also to one another (Rec.); G L T Tr WH, etc.). Generally followed by the genitive; once by the dative ἀγαπαπητοί ἡμῖν, Winer's Grammar, § 31,2; B. 190 (163)). ἀγαπητός ἐν κυρίῳ beloved in the fellowship of Christ, equivalent to dear fellow-Christian, Homer, Iliad 6,401on; cf. Cope on Aristotle, rhet. 1,7, 41.)

Greek Monotonic

ἀγᾰπητός: -ή, -όν, Δωρ. -ᾱτός, , -όν, ρημ. επίθ. του ἀγαπάω,
I. πολυαγαπημένος· λέγεται για το μονάκριβο γιο, σε Όμηρ., Δημ.
II. 1. λέγεται για πράγμα, αγαπητό, αξιαγάπητο, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. πράγμα το οποίο προτιμά κάποιος, επειδή τυχαίνει να είναι το πιο μικρό από τα κακά, ἀγαπητόν (ἐστι), αυτό που πρέπει να προτιμηθεί, εἰ..., ἐάν..., στον ίδ., σε Ξεν. κ.λπ.
III. 1. επίρρ. ἀγαπητῶς, πρόθυμα, χαρωπά, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
2. αυτό που είναι μόλις αρκετό ώστε να ευχαριστήσει κάποιον, μονάχα τόσο, μόλις και μετά βίας, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. ἀγαπάω,]
I. beloved, of an only son, Hom., Dem.
II. of things, worthy of love, loveable, dear, Plat., etc.
2. to be acquiesced in (as the least in a choice of evils), ἀγαπητόν [ἐστι] one must be content, εἰ.., ἐάν.., Plat., Xen., etc.
III. adv. ἀγαπητῶς, cheerfully, contentedly, Plat., Dem., etc.
2. just enough to content one, only just, barely, scarcely, Plat.

Chinese

原文音譯:¢gaphtÒj 阿瓜胚拖士
詞類次數:形容詞(62)
原文字根:愛的 相當於: (יָדִיד‎) (יָחִיד‎)
字義溯源:蒙愛的,被尊敬的,親愛的,疼愛的,慈愛的;源自 (ἀγαπάω)*=愛。保羅常用這字來說到:親愛的兒女( 林前4:14),親愛的兄弟( 弗6:21),所親愛一同作僕人( 西1:7),為神所愛( 羅1:7)
出現次數:總共(61);太(3);可(3);路(2);徒(1);羅(7);林前(4);林後(2);弗(2);腓(3);西(4);帖前(1);提前(1);提後(1);門(2);來(1);雅(3);彼前(2);彼後(6);約壹(6);約叄(4);猶(3)
譯字彙編
1) 親愛的(35) 羅16:12; 林前4:14; 林前4:17; 林前15:58; 林後12:19; 腓2:12; 腓4:1; 西4:7; 提後1:2; 門1:1; 門1:16; 來6:9; 雅1:16; 雅1:19; 雅2:5; 彼前2:11; 彼前4:12; 彼後3:1; 彼後3:8; 彼後3:14; 彼後3:15; 彼後3:17; 約壹2:7; 約壹3:2; 約壹3:21; 約壹4:1; 約壹4:7; 約壹4:11; 約叄1:1; 約叄1:2; 約叄1:5; 約叄1:11; 猶1:3; 猶1:17; 猶1:20;
2) 愛(8) 太3:17; 太17:5; 可1:11; 可9:7; 可12:6; 路3:22; 路20:13; 彼後1:17;
3) 所親愛的(6) 徒15:25; 羅16:5; 羅16:8; 羅16:9; 弗6:21; 腓4:1;
4) 蒙愛的(3) 羅11:28; 弗5:1; 提前6:2;
5) 親愛的阿(2) 羅12:19; 林後7:1;
6) 所愛(2) 羅1:7; 西1:7;
7) 所愛的(1) 帖前2:8;
8) 親愛(1) 西4:14;
9) 所親愛的阿(1) 林前10:14;
10) 所親愛(1) 太12:18;
11) 可愛(1) 西4:9

English (Woodhouse)

delightful, loved, pleasing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

beloved

Arabic: مَحْبُوب‎, مَحْبُوبَة‎, أَحِبَّاء‎; Bulgarian: обичан, любим; Catalan: estimat, estimada; Chinese Mandarin: 親愛的/亲爱的, 心愛的/心爱的, 鍾愛的/钟爱的; Czech: milovaný; Dutch: geliefd, bemind, welbemind, lief; Esperanto: amata; Faliscan: caro; Finnish: rakastettu, rakas; French: bien-aimé, chéri; Georgian: შეყვარებული, საყვარელი; German: beliebt, geliebt; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐍆𐍃; Greek: αγαπημένος; Ancient Greek: ἀγαπατός, ἀγαπητός, ἐράσμιος, ἐραστός, ἐρατός, ἐρώμενος, εὐφιλής, προσφιλής, φίλιος, φίλος; Hebrew: אהוב‎; Hungarian: szeretett; Irish: maoineach, muirneach; Italian: amato, carissimo, squisito; Japanese: 最愛, 愛しい, 恋しい, 親愛なる; Korean: 사랑하는; Kurdish Central Kurdish: خۆشەویست‎, نازدار‎; Latin: carus; Latvian: mīļots, mīļota; Lithuanian: mylimas, mylima; Macedonian: возљубен, сакан, љубен; Malayalam: പ്രിയപ്പെട്ട; Maori: hokoi; Norwegian Bokmål: elsket; Persian: معشوق‎, دلدار‎, دلبر‎, یار‎, جانان‎, نگار‎, محبوب‎, عزیز‎, معشوقه‎; Plautdietsch: leef, * Plautdietsch: beleeft; Polish: ukochany, umiłowany; Portuguese: amado; Romanian: iubit, iubită; Russian: возлюбленный, любимый, желанный; Scottish Gaelic: gràdhach, gràdhaichte, ionmhainn; Spanish: amado, querido, bienamado, dilecto; Swedish: älskad; Telugu: ప్రియమైన; Tocharian B: laraṣke, lāre, ṣarya; Vietnamese: yêu quý, yêu dấu