ἀβελτερία
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ἡ, silliness, fatuity, Pl.Tht.174c, Smp.198d, D.19.98, Arist.Pol.1315a3, etc.; ἀβελτερία καὶ νωθρότης Id.Rh.1390b30; pl., Phld. Lib.p.41O.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀβελτηρία Thphr.Fr.146, Hld.9.7.2, Chrys.M.59.749
1 simpleza ἐγὼ ... ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην Pl.Smp.198d
•simpleza, tontería ἡ ἀσχημοσύνη δεινὴ ... δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que hace el efecto de tontería Pl.Tht.174c, cf. D.19.98, Aeschin.1.71, Arist.Pol.1315a3, Rh.1390b30, Thphr.l.c., D.Chr.32.47, Phld.Lib.fr.87.9, Hld.l.c., τῶν πολιτῶν Porph.Marc.1.
2 crist. maldad, depravación negada al hombre antes de la caída, Chrys.M.59.749, Ps.Caes.218.449.
German (Pape)
[Seite 2] ἡ, Torheit, Einfalt, ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην δεῖν τἀληθῆ λέγειν Plat. Conv. 198 d; mit νωθρότης verb. Arist. rhet. 2, 17; ὥστ' εἰ ταῦθ' ὑπ' ἀβ. ἢ δι' εὐήθειαν ἢ δι' ἄλλην ἄγνοιαν ἡντινοῦν πέπρακται Dem. 19, 98; πολλῆς ἀβελτερίας ἐστίν Aesch. 1, 71. Sehr oft bei Plut., z. B. Poplic. 3, die erheuchelte Einfalt des Brutus, und in Vbdg mit ἀμαθία und ähnlichen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sottise, ignorance.
Étymologie: ἀβέλτερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀβελτερία: ἡ глупость, тупоумие Plat., Arst., Dem., Plut.
Greek Monolingual
ἀβελτερία, η (Α) ἀβέλτερος
1. νωθρότητα, οκνηρία της σκέψης, μωρία, ηλιθιότητα
2. διαφθορά, πτώση.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβελτερία: ἡ, εὐήθεια, μωρία, ἀνοησία, νωθρότης, Πλάτ. Θεαίτ. 174. C, Συμπ. 198 D, κλπ. (ὁ ἐσφαλμένος τύπος ἀβελτηρία κοινὸς ἐν μεταγ. χειρογράφ. ἀφείθη ἀδιόρθωτος ὑπὸ Βέκκ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11. 26).
Greek Monotonic
ἀβελτερία: ἡ, ανοησία, κουταμάρα, αφέλεια, νωθρότητα, μωρία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
silliness, stupidity, fatuity, Plat.
Mantoulidis Etymological
(=ἀνοησία, ἁπλοϊκότητα). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀβέλτερος (α + βέλτερος = μηδαμινός, ἀνόητος, βλάκας).