θύσθλα

From LSJ
Revision as of 17:42, 22 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Geräth" to "Gerät")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύσθλα Medium diacritics: θύσθλα Low diacritics: θύσθλα Capitals: ΘΥΣΘΛΑ
Transliteration A: thýsthla Transliteration B: thysthla Transliteration C: thysthla Beta Code: qu/sqla

English (LSJ)

ων, τά, (θύω)
A sacred implements of Bacchic orgies, Il.6.134; θύσθλοις παιομένους Jul.Or.7.209d.
II the Bacchic festival itself, Opp.C.1.26: also in sg., Plu.2.501f.
III generally, sacrifice, θ. καταίθειν Lyc.459, cf. 720,929, Orph.A.904, etc.

German (Pape)

[Seite 1228] τά (θύω), die heiligen Geräte zum Bacchusdienst, Thyrsusstäbe, Fackeln u. dgl.; αἱ (die Bacchantinnen) δ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il. 6, 133, Schol. u. Suid. κράδαι βακχικαὶ ἤτοι συκῆς φύλλα; den sing. braucht Plut. animi an corp. aff peior. 4 für Bacchusfeier; vgl. Opp. Cyn. 1, 26. – Übh. Opfer, Orph. Arg. 907 Lycophr. 459.

Greek (Liddell-Scott)

θύσθλα: -ων, τά, (θύω) τὰ κατὰ τὰς Βακχικὰς τελετὰς χρησιμεύοντα πράγματα, ὡς π.χ. οἱ θύρσοι, οἱ πυρσοί, κτλ., τὰ ὁποῖα ἔφερον αἱ μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθῆναι Ἰλ. Ζ. 134. ΙΙ. αὐτὴ ἡ Βακχικὴ τελετή, Ὀππ. Κυν. 1. 26· ― ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Πλούτ. 2. 501Ε. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα θυσία, θ. καταίθειν Λυκόφρ. 459, πρβλ. 720, 929, Ὀρφ. Ἀργ. 907, κτλ.

English (Autenrieth)

(θύω), pl.: the thyrsi, wands and other sacred implements used in the worship of Dionȳsus, Il. 6.134†. (See cuts.)

Greek Monolingual

θύσθλα, τὰ (Α)
1. τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές
2. συνεκδ. η βακχική τελετή, η βακχική πομπή
2. θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρσ-θλα με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος < θύρσος + -θλον. Κατέληξε να σημαίνει «θυσία» λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του με το θύω (I). Αστήρικτη η σύνδεση του με το θύω (ΙΙ)].

Greek Monotonic

θύσθλα: -ων, τά (θύω Α), τα σύνεργα του Βάκχου, οι θυρσοί και οι δαυλοί των Βακχίδων, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: the sacred implements of Bacchic orgies (Ζ 134), sec. sacrifice (Lyc.; through influence of 2. θύω).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From θύσ-θλα with θλο-suffix (Chantraine Formation 375) to 1. θῦω, s.v. Not with G. Hoffmann in Hermann Silbenbildung 80 n. 1, Pisani Stud. itfilclass. 11 (1934) 225f., Benveniste Origines 203 to θύρσος. - The derivation does not seem adequate to me: it would give a much more general meaning, than the very specific one it has. It will be a loan = non-IE word, either Anatolian or Pre-Greek.

Middle Liddell

[θύω1]
the implements of Bacchus, the thyrsi and torches of the Bacchantes, Il.

Frisk Etymology German

θύσθλα: {thústhla}
Grammar: n. pl.
Meaning: die heiligen Geräte der Bakchosfeier (Ζ 134, spät), sekundär Opfer (Lyk. u. a.; durch Anschluß an 2. θύω).
Etymology: Aus θύσθλα mit θλο-Suffix (Chantraine Formation 375) zu 1. θῦω, s. d. Nicht mit G. Hoffmann bei Hermann Silbenbildung 80 A. 1, Pisani Stud. itfilclass. 11 (1934) 225f., Benveniste Origines 203 zu θύρσος.
Page 1,697