χυμευτικός
From LSJ
English (LSJ)
χυμευτική, χυμευτικόν concerning alchemy, βιβλος Zos.Alch.p.220B. (χυμ-), Olymp.Alch.p.80B. (χημ-); [βιβλία] Suid. s.v. ζώσιμος (χειμ-).
German (Pape)
[Seite 1384] zum Vermischen, Vermengen gehörig, geneigt dazu, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ
βλ. χημευτικός.