μέχρι
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
English (LSJ)
and μέχρῐς, Adv.
A as far as, so used chiefly in Prose and before a Prep., μέχρι πρός . . Pl.Ti.25b, Criti.118a; μ. εἰς X.An.6.4.26; ἐς γόνυ μ. χιτῶνα ζώννυσθαι Call.Dian.11: before Advs. of Place or Time, μ. ἐνταῦθα Pl.Sph.222a, al.; μ. δεῦρο τοῦ λόγου Id.Smp. 217e; μ. ὅποι . . Id.Grg.487c; μ. ὅπου . . Call.Del.169; οὕτω μέχρι πόρρω D.18.163; μ. τότε Th.8.24; μ. τὰ νῦν Pl.Lg.686b; μ. νῦν (v.l. τοῦ νῦν) D.S.17.110; μ. καὶ νῦν Str.16.2.13; μέχρι πότε χηρεύομεν; Ach.Tat.4.1. II Prep. c. gen., even to, as far as, 1 of Place, μέχρι θαλάσσης Il.13.143; μ. τοῦ γούνατος Hdt.2.80; μ. τῆς πόλεως Th.6.96, cf. X.An.1.7.6, al.: rarely following its case, ὀμφαλοῦ μ. Pl.Lg.925a, cf.Supp.Epigr.3.400.5 (Delph., iii B.C.). 2 of Time, τέο μέχρις; i.e. τίνος μέχρι χρόνου; how long? Il.24.128; μέχρις τεῦ; Callin.1.1: in Prose, μέχρι τούτου Hdt.1.4; μέχρι οὗ, μέχρι ὅσου, Pl.Mx.245a, Hdt.8.3, al.; μ. τοσούτου, ἕως ἂν . . Th.1.90; μ. τούτου, . . μέχρις ἂν ῥηθῶσιν Din.1.91, cf. Pl.Phd.81d: with the Art., τὸ μ. ἐμεῦ up to my time, Hdt.3.10, 5.115; μ. τῆς ἐκείνου ζόης till the end of his life, Id.3.160; μ. ἡμερέων ἑπτά Id.6.12; μέχρι Πυθίων Th.5.1; μέχρι ἡλίου δύντος IG12.188.4. 3 of Measure or Degree, μ. τοῦ δικαίου so far as consists with right, Th.3.82; μ. τοῦ δυνατοῦ Pl. R.498e; μ. ὑγιείας, μ. ἡδονῆς, ib.559a, Grg.500b; μ. θανάτου Ep.Phil.2.8. 4 with Numbers to express a round sum, up to, about, nearly, μ. δώδεκα X.Smp.2.8, etc.: sts. without altering the case of the Subst., τοὺς μ. τριάκοντα ἔτη γεγονότας Aeschin.2.133; but πίνειν . . τοὺς μ. ἐτῶν τριάκοντα Apollod.Car.5.19; μ. τινὸς πλήθους up to a certain number, Aen.Tact.15.3: hence, just short of, μ. κόρου μετρεῖσθαι J.BJ2.8.5. 5 in Hdt., μέχρι οὗ is sts. used like the simple μέχρι, μέχρι οὗ ὀκτὼ πύργων 1.181; μέχρι οὗ τροπέων τῶν θερινέων 2.19; μ. ὅτεν πληθώρης ἀγορῆς ib.173. III as a Conj., until, c. ind., μέχρι . . ὁρμὴ ἐνέπεσε Th.4.4, cf. Pl.Smp.220d; μ. σκότος ἐγένετο X.An.4.2.4; μέχρι ἄν c. subj., ib.1.4.13, 2.3.24; μέχρις ἂν ἥλιος δύῃ IG12(5).647.17 (Ceos); μέχρις κε μένῃ Call.Sos.5.4: rarely without ἄν, μ. τοῦτο ἴδωμεν Hdt.4.119; μ. πλοῦς γένηται Th.1.137; μ. οὗ τι δόξῃ Id.3.28; μέχρι τέκῃ Call.Sos.5.5; μέχρις οὗ εἴπῃ Herod.2.43; μ. καταντήσωμεν Ep.Eph.4.13; μέχρις ἵνα ψαύσειε Call.Dian.28 (s.v.l.): c. inf., μ. σβεσθῆναι τὸ πῦρ App.Hisp.75; μέχρις ἠῶ δῖαν ἱκέσθαι Q.S. 1.830; also μέχρι ἂν ἕξιν λαβεῖν Ceb.35. 2 as long as, whilst, c. ind., Th.3.10,98, Plb.1.62.4; μ. ἄν c. subj., μέχρις ἂν ζῶσιν πονεῖν Men.633; μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Aen.Tact.10.11, cf. Epict. Ench.11; Dor. μέχρι κα ζώη GDI1807.7 (ii B.C.), al.—The μετώπο-ι is elided in IG12.115.15, Supp.Epigr.l.c.—Cf. ἄχρι throughout and sub fin.
German (Pape)
[Seite 164] vor Vokalen u, bei Dichtern, um Position zu machen, μέχρις, gew. als Präposition c. gen. bi s. bis zu einem gewissen Ziele hin; – a) vom Orte; μέχρι θαλάσσης, Il. 13, 143; μέχρι τοῦ γούνατος, Her. 2, 80; τοὺς μέχρι Ἡρακλείων στηλῶν, Plat. Phaed. 61 e; μέχρι τοῦ αὐχένος, Theaet. 171 d; Xen. An. 2, 2, 6 u. sonst; μέχρις οὗ, bis dahin, wo, 1, 7, 6. – b) von der Zeit; τέο μέχρις; bis wann? Il. 24, 128; μέχρι τῆς τύχης, so lange das Glück währt, Agatharch. bei Ath. VI, 251 f; vgl. Her. 1, 4; μ. τῆς ἐκείνου ζόης, d. i. so lange er lebt, 3, 10. 160. 5, 114; μέχρι τότε, Thuc. 8, 28; μ. τοῦ δικαίου, so weit das Recht gestattet, 3, 82; ἐν τῷ μέχρι ἡλίου δυσμῶν χρόνῳ, Plat. Phaed. 61 e; ἔστω ἀμετάστατος μέχρι θανάτου, Rep. II, 361 c; ἀπὸ τῶν ἐξ ἀρχῆς ἡρώων ἀρξάμενοι μέχρι τῶν νῦν ἀνθρώπων, ib. 366 e; μέχρις ἔξω τοῦ στόματος ἐγένοντο, bis sie kamen, Xen. An. 7, 1, 1; οἱ μέχρι πεντήκοντα ἐτῶν, 6, 2, 25; μέχρι πρὸς τὸν παρόντα χρόνον, Strab. V, 228. – Häufige Verbindungen sind: μέχρις οὗ, bis daß, Plat. Menex. 245 a u. A., worauf Her. noch einen zweiten gen. folgen läßt, μέχρις οὖ ὀκτὼ πύργων, τροπέων τῶν θερινέων, 1, 181. 2, 19, bis es acht Thürme sind; – μέχρι τοσούτου, so weit, Plat. Legg. II, 670 e; μέχρι τοῦδε, bis hierher, oft; er vrbdt auch μέχρι ἕως, Conv. 220 d; μέχρι ἐνταῦθα, bis hier, in so weit, Soph. 222 a u. öfter; μέχρι δεῦρο τοῦ λόγου, Conv. 217 e; μέχρι ὅποι, wie weit, Gorg. 487 c; auch μέχρι πρὸς Αἴγυπτον, Tim. 25 b; μέχρι νῦν, Dem. u. A. – C. ἄν u. conj., μέχρι δ' ἂν ἐγὼ ἥκω, αἱ σπονδαὶ μενόντων, bis ich gekommen sein werde, Xen. An. 2, 3, 24; in indirecter Rede, ὑπέσχετο ἀνδρὶ ἑκάστῳ δώσειν τὸν μισθὸν ἐντελῆ μέχρις ἂν καταστήσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν, 1, 4, 13; der bloße conj. steht Her. 4, 119, μέχρι τοῦτο ἴδωμεν, μενέομεν, wie Thuc. 4, 16. 41, ἐβούλευσαν δεσμοῖς αὐτοὺς φυλάσσειν μέχρι οὗ τι ξυμβῶσιν; Soph. μέχρις μυχοὺς κάχωσι τοῦ κάτω θεοῦ, Ai. 568, wie Thuc. 1, 137; – μέχρι περ, so lange auch, c. indic., Plat. Critia. 120 d; c. ἄν u. conj., Plat. Soph. 259 a u. öfter. – Nach der gew. Ableitung mit μῆκος, μακρός zusammenhangend; übrigens ist in attischer Prosa, bes. bei Plat., μέχρι auch vor Vocalen die gewöhnliche Form, weshalb μέχρις sogar als unattisch verworfen wurde, Thom. Mag., vgl. Lob. zu Phryn. 14 u. ἄχρι.