κατίσχω
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
collat. form of κατέχω,
A hold back, οὐδὲ κατίσχει [ἵππους] Il.23.321; τὰς νέας Hdt.2.115; θυμοῦ μένος ὀξὺ κατισχέμεν h.Hom. 8.14:—Med., keep by one, γυναῖκα νέην... ἥν τ' αὐτὸς . . κατίσχεαι Il. 2.233. II possess, occupy, οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Od.9.122, ἀράχνια κ. ὅλον τὸ σμῆνος cover it, Arist.HA626b18. III = κατέχω A. IV, ἐς πατρίδα γαιαν νῆα κατισχέμεναι Od.11.456, cf. Hdt.8.41; ἐνὶ Φάσιδι νῆα put in there, A.R.3.57. IV intr., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν βοῦν the light comes down from heaven, Hdt.3.28. 2 of ships, put in, Th.7.33.
German (Pape)
[Seite 1402] (s. ἴσχω), p. auch καταΐσχω, = κατέχω; 1) zurückhalten, festhalten; ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον οὐδὲ κατίσχει Il. 23, 321; Ap. Rh. 2, 232; med. bei sich zurückhalten, γυναῖκα νέην' αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι Il. 2, 233. – 2) innehaben, besitzen, bewohnen; οὔτ' ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται (νῆσος) Od. 9, 122, sie wird nicht beweidet; ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ σμῆνος Arist. H. A. 9, 40. – 3) darauflos halten, richten; νῆα κατισχέμεναι ἐς πατρίδα γαῖαν Od. 11, 455; anlanden, ποταμῷ ἐνὶ Φάσιδι νῆα κατίσχει Ap. Rh. 3, 57. – 41 intrans., σέλας κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, Lichtglanz verbreitet sich vom Himmel herab, Her. 3, 28. – Vgl. ἀνίσχω.