ἐξελέγχω
English (LSJ)
strengthd. for ἐλέγχω,
A convict, confute, refute, Simon.75, S.OT297, Ant.399, Ar. Nu.1062; τοῖς ἔργοις τοὺς λόγους ἐ. Antipho6.47; ἐν τῷ δήμῳ ἐ. [τινά] D.21.16:—Pass., ἐπ' αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξελήλεγκται Lys.6.44; ὑπὸ τῶν εἰκότων Antipho 2.1.9; ἔκ τινος Ar.Ra.960; ἐξελεγχόμενος περί τινος Pl.Hp.Ma.304d; ὑπ' ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ Id.Ap.17b. 2 c. dupl. acc. pers. et rei, refute one in a point, ib.23a, Ly.222d:— Pass., τοσοῦτον . . ἡλίκον οὗτος νῦν ἐξελήλεγκται has been convicted of... D.21.147; οὐ τοῦτό γ' ἐξελέγχομαι I am not to blame in this, E. El.36. 3 with predicate added in part., convict one of being... ἐ. τινὰ ἀδύνατον ὄντα Pl.Grg.522d; ἐ. τινὰ τεχνάζοντα D.29.19; ἐ. τινὰ ὡς οὐ . . Pl.Grg.482b:—Pass., ἵν' ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι Heraclit.125a; κἀξελέγχεται . . κάκιστος ὤν E.Hipp.944; ἐξελέγχεται συμβεβουλευκώς D.19.5, etc. II put to the proof, bring to the test, ὁ ἐξελέγχων . . ἀλάθειαν χρόνος Pi.O.10(11).53; in a court of justice, A.Eu.433; τὴν ποίησιν Ar.Ra.1366; ἐ. τὴν τύχην, τὰς ἐλπίδας, Plb. 21.14.4, 1.62.4; ἐ. τοὺς Θηβαίους εἰ διαμαχοῦνται Plu.Ages.19:— Pass., πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι all had had their sentiments well ascertained, D.18.23; ἃ δ' ἡ φύσις ἀεὶ ἐβούλετο, ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές was fully proved to be true, Th.3.64; χρυσὸς μὲν οἶδεν ἐξελέγχεσθαι πυρί Men.691. 2 Medic., find out one's weak points, Gal.15.902:— Pass., Id.6.323. III compute, χαλκὸν μυρίον Pi.N.10.46. IV establish a claim to, ὀγδοήκοντα τάλαντα D.38.20.
German (Pape)
[Seite 876] verstärktes simplex, überführen, widerlegen, durch eine Untersuchung ausforschen, an den Tag bringen; ἀλήθειαν Pind. Ol. 11, 55, vgl. N. 10, 46; vgl. ἃ ἡ φύσις ἀεὶ ἐβούλετο ἐξηλέγχθη εἰς τὸ ἀληθές, ist der Wahrheit gemäß ans Licht gebracht, Thuc. 3, 64; ἀλλ' ἐξέλεγχε, κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην Aesch. Eum. 411; wie κρῖνε κἀξέλεγχε Soph. Ant. 395; τινά O. R. 297; Eur. I. A. 335 u. öfter; φράσον καί μ' ἐξέλεγξον Ar. Nubb. 1045; εἰ ψεύδομαι, ἐξέλεγχε Plat. Conv. 217 b; τοῦτό γε ἐξηλέγξαμεν ὅτι οὐδὲν πλέον Euthyd. 288 e; καὶ τοῦτό γε ᾠόμεθα ἐξελέγξαι ἡμᾶς Lys. 222 d, hierin, vgl. Apol. 23 a; mit dem partic., τινὰ ἀδύνατον ὄντα Gorg. 522 d, daß er nicht im Stande sei; τινὰ τεχνάζοντα Dem. 29, 19; ποιῶν ἐξελήλεγκται 2, 8, wie τὰ τῆς δυνάμεως κακῶς ἔχοντα ἐξελεγχθήσεται ib. 13; ἐπ' αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξηλεγμένοι Lys. 6, 44; öfter bei Folgdn; – οὐ δὴ τοῦτό γε ἐξελέγχομαι, in dieser Hinsicht wenigstens hat man mir Nichts vorzuwerfen, Eur. El. 36. – Bei Pol. τύχην u. ä., versuchen, erproben, 21, 11, 4; τοὺς Θηβαίους, εἰ διαμαχοῦνται Plut. Ages. 19.