κινδυνεύω

From LSJ
Revision as of 19:30, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κινδυνεύω Medium diacritics: κινδυνεύω Low diacritics: κινδυνεύω Capitals: ΚΙΝΔΥΝΕΥΩ
Transliteration A: kindyneúō Transliteration B: kindyneuō Transliteration C: kindyneyo Beta Code: kinduneu/w

English (LSJ)

fut. -σω Hdt.8.60.α', etc.: pf.

   A κεκινδύνευκα Lys.3.47, Plb.5.61.4:—Pass., mostly in pres.: fut. κινδυνευθήσομαι D.30.10, κεκινδυνεύσομαι Antipho 5.75: aor. and pf., v. infr. 3: (κίνδυνος):—to be daring, run risk, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς τοὺς πολεμίους, Hdt.4.11, X.Mem.3.3.14; κ. εἰς τὴν Αῐγυπτον venture thither, Pherecr.11.    b abs., make a venture, take a risk, Hdt.3.69, Ar.Eq.1204; to be in dire peril, Th.3.28, 6.33, etc.; to be in danger, Arist.EN1124b8, etc.; of a sick person, Hp.Aph. (Sp.) 7.82, Coac.374; esp. engage in war, Isoc.1.43; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος the post being in peril, Th.4.8; ὁ κινδυνεύων τόπος the place of danger, Plb.3.115.6.    2 c. dat., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Hdt.2.120, 7.209; κ. ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι run a risk with all Greece, i.e. endanger it all, Id.8.60. α'; στρατιῇ Id.4.80; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ' ἄν . . ; in what points . . ? D.9.18; κ. τοῖς ὅλοις πράγμασι, τῷ βίῳ, Plb.1.70.1, 5.61.4; τῷ ζῆν PTeb.44.21 (ii B.C.): freq. with Preps., κ. ἐν τοῖς σώμασι Lys.2.63; οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ἀλλ' ἐν υἱέσι Pl.La.187b (Pass.); κ. περὶ [τῆς Πελοποννήσου] Hdt.8.74; περὶ τῆς ψυχῆς Antipho 2.4.5, Ar.Pl.524; περὶ τοῦ σώματος And.1.4; περὶ ἀνδραποδισμοῦ Isoc. 8.37; περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Lys.7.15; περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον D.15.24; περὶ αὑτῷ Antipho 5.6; περὶ τοῖς φιλτάτοις Pl.Prt.314a; but κ. περὶ δισχιλίους go into battle with a force of 2,000, Eun.Hist.p.244 D.; ὑπὲρ καλλίστων Lys.2.79.    3 c. acc. cogn., venture, hazard, τοὺς ἐσχάτους κινδύνους Antipho 5.82; κινδύνευμα Pl.R.451a; μάχην Aeschin.2.169; τὴν ψευδομαρτυρίαν hazard a prosecution for perjury, D.41.16 codd. (τῶν-ιῶν Blass):—Pass., to be ventured or hazarded, μεταβολὴ κινδυνεύεται there is risk of change, Th.2.43; ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται remains in hazardous uncertainty, Id.1.78; τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει D.19.285; κεκινδυνευμένον a venturous enterprise, Pi.N.5.14; τὰ κινδυνευθέντα, = τὰ κινδυνεύματα, Lys.2.54; τῶν ἤδη σφίσι καλῶς κεκινδυνευμένων Arr.An.2.7.3; τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκ. D.S.2.21.    4 c. inf., run the risk of doing or being... τὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλεῖν Hdt.8.65; κακόν τι λαβεῖν Id.6.9; ἀπολέσθαι Id.9.89; διαφθαρῆναι Th.3.74; ἀποθανεῖν Pl.Ap.28b, etc.; τοῦ συντριβῆναι LXX Jn.1.4; then,    b to express chance, i.e. what may possibly or probably happen: c. pres., pf., or aor. inf., κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι they run a risk of being reputed conjurers, Hdt.4.105; κινδυνεύσομεν βοηθεῖν we shall probably have to assist, Pl. Tht.164e, cf. 172c; κ. ἡ ἀληθὴς δόξα ἐπιστήμη εἶναι seems likely to be... ib.187b; κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι you will have the chance of showing your worth, X.Mem.2.3.17, cf. 3.13.3; κ. ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι ib.4.2.34, cf. Pl.Ap.40b; τὰ συσσίτια κινδυνεύει συναγαγεῖν he probably organized the σ., Id.Lg.625e; κινδυνεύω πεπονθέναι ὅπερ . . Id.Grg.485e: c. fut. inf., dub. in Th.4.117; κινδυνεύει impers., it may be, possibly, as an affirmat. answer, Pl.Sph. 256e, Phdr.262c; out of courtesy, when no real doubt is implied, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν you may very likely be right, Id.Smp. 205d.    5 Pass., to be endangered or imperilled, ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κ. Th.2.35; τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι D.34.28:— but Pass. in sense of Act. dub. in GDI3569.4 (Calymna).

German (Pape)

[Seite 1439] 1) sich in Gefahr begeben, wagen, bes. in der Schlacht kämpfen; absolut, Thuc. 1, 20, ὡς δεῖ ὡπλίσθαι τὸν μέλλοντα ἐφ' ἵππου κινδυνεύειν Xen. de re equ. 12, 1, der zu Pferde kämpfen will; πρὸς τοὺς πολεμίους Mem. 3, 3, 14; Dem. 15, 24 u. A.; περὶ τῆς ψυχῆς Ar. Plut. 524; περὶ τῆς πατρίδος Pol. 1, 27, 1; ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς 1, 2, 2, ὁ κινδυνεύων τόπος, der Ort der Gefahr, 3, 115, 6; auch περὶ τοῖς φιλτάτοις, Plat. Prot. 314 a; – c. dat., τῇ ψυχῇ, sein Leben aufs Spiel setzen, daran wagen, Her. 7, 209; τῷ βίῳ Pol. 5, 61, 4; τοῖς ὅλοις πράγμασι 1, 70, 1, – c. acc., τὴν μάχην ἐν τοῖς ἐπιλέκτοις ἐκινδύνευσα, ich habe die Schlacht mitgemacht, Aesch. 2, 169; κινδυνεύειν τὴν ψευδομαρτυρίαν Dem. 41, 16, sich in die Gefahr stürzen, falsches Zeugnisses wegen angeklagt zu werden. Auch κινδύνευμα κινδυνεύειν, Plat. Rep. IV, 451 a; πάντας κινδύνους Legg. VII, 814 b. – Gefahr laufen, in Gefahr sein; τὸν ναυτικὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλέειν, er wird Gefahr laufen zu verlieren, Her. 8, 65, vgl. 97; κινδυνεύω διαφθαρῆναι Thuc. 3, 74; vgl. Xen. Hem. 4, 7, 6; ἐξ οὗ κινδυνεύεις νυνὶ ἀποθανεῖν Plat. Apol. 28 b; μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύῃς τε καὶ κινδυνεύῃς Prot. 314 a; gew. περί τινος, Gorg. 521 d; vgl. Her. 8, 74; περὶ τοῦ βίου Ar. Plut. 524; Folgde. – Bes. auch vor Gericht in Gefahr sein, auf Tod u. Leben angeklagt sein. – Pass. in Gefahr gesetzt werden, in Gefahr gerathen; ἐν δίκᾳ μὴ κεκινδυνευμένος Pind. N. 5, 14; im Kriege, Isocr. 1, 43; μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι, aufs Spiel gesetzt werden, Thuc. 2, 35; Plat. μὴ οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ὑμῖν ὁ κίνδυνος κινδυνεύηται ἀλλ' ἐν τοῖς υἱέσι Lach. 187 b; δι' ὧν τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. 19, 285; τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι 34, 28; τὰ ὑπὸ πολλῶν κινδυνευθέντα Lys. 2, 54, gefahrvolle Unternehmungen; vgl. Arr. An. 2, 7, 5; τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκινδυνευμένον D. Sic. 2, 21. – 2) sehr gewöhnlich im milderen Sinn, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι, sie laufen Gefahr als Betrüger zu erscheinen, sie scheinen Betrüger zu sein, Her. 4, 105; oft im Att., bes. bei Plat., eine höfliche Wendung für eine bestimmte Behauptung, dem lat. haud scio an entsprechend; κινδυνεύω πεπονθέναι, es scheint mir so zu gehen, Gorg. 485 c; κινδυνεύω σοι δοκεῖν μακάριός τις εἶναι, ich scheine dir wohl zu meinen, Men. 71 b; κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν, du kannst wohl Recht haben, Conv. 205 d, öfter; auch in bejahenden Antworten, »so scheint es«, Phaedr. 262 c Soph. 256 e u. öfter; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν, Glückseligkeit scheint das unbezweifeltste Gut zu sein, Xen. Mem. 4, 2, 34.