πορεύω

From LSJ
Revision as of 19:34, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορεύω Medium diacritics: πορεύω Low diacritics: πορεύω Capitals: ΠΟΡΕΥΩ
Transliteration A: poreúō Transliteration B: poreuō Transliteration C: poreyo Beta Code: poreu/w

English (LSJ)

fut.

   A -σω E.Hec.447 (lyr.), etc.: aor. ἐπόρευσα, poet. πόρευσα Pi.P.11.21:—Pass. and Med., fut. πορεύσομαι S.OT676, Pl.Smp.190d; πορευθήσομαι IG22.141.2, LXX 3 Ki.14.2: aor.ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep.313d, Plb.2.27.2); ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec.1099 (lyr.), etc.: pf.πεπόρευμαι Pl.Plt.266d, D.53.6:(πόρος):    I Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.; ἐπ' εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ' ἂν ἐς δόμους S.Ph. 517 (lyr.); ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα . . τις πορευσάτω Id.OC1476; ἐμὲ πόντιον σκάφος πορεύσει Ἄργος E.Tr.1086 (lyr.); ποντιὰς αὔρα, . . ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec.447(lyr.); βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med.181 (lyr.); στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν . . Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr.560; γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν . . πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc.443 (lyr.).    2 of things, bring, carry, ἐπιστολὰς πατρί S.OC1602; furnish, bestow, χρυσόν E.Ph.985; set in motion, κίνησις . . βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη . . π. Pl.Lg.893d.    3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.).    II Pass. and Med., to be driven or carried, μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj.1254; πρὸς βίαν π. Id.OC 845.    2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.; ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp.190d; σύνδρομά τινι Id.Plt.266d; ταχέως X.An. 2.2.12; τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107; π. δι' Εὐρίπου Th.7.29: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr.392, E.Hipp.1156; εἰς ἀγρόν Pl.R.563d; εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1; ἐξ . . ἐς . . Hdt.4.35; ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd.113d: c.acc.loci, enter, π.στέγας S.Tr. 329, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95; παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc.ὁδόν) π. X.An.2.2.11, etc.; π.φυγάν E.Ion 1239(lyr.); τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx.236d: c.acc.loci, γῆν πολλὴν π. go over, trauerse, Arr.An.6.23.1; π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27; τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into... E.El.965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or.1068, Pl.Phlb.23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of... D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60.    3 walk, i.e. live, εἴ τις ὑπέροπτα . . π. S.OT884 (lyr.); freq. in LXX, as π. τοῖς νομίμοις Le.18.3.    4 metaph., ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24; of discourse, ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg.812a; διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31.    5 proceed at law, PEleph.3.5,4.6 (iii B.C.).    6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14.

German (Pape)

[Seite 682] auf den Weg bringen, in Bewegung setzen, fahren, gehen, reisen lassen; ὃν ἐν ναυσὶ πόρευσαν πρὸς πόλιν, Pind. N. 7, 29; ἐμὲ πόρευσον ἐφ' ἁρμάτων ἐς Ἆλιν, Ol. 1, 77; Κασσάνδραν πόρευσε παρ' Ἀχέροντος ἀκτάν, P. 11, 21; ποῖ με πορεύσεις, Eur. Hec. 447; ἐμὲ πόντιον σκάφος πορεύσει Ἄργος, Troad. 1086, u. oft; auch Soph., ἐπ' εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ' ἂν ἐς δόμους, Phil. 512, vgl. Tr. 557 El. 791; einzeln in Prosa: στρατιὰν μέλλων πεζῇ πορεύσειν ὡς Βρασίδαν, Thuc. 4, 132; ᾡ προστέτακται τοὺς ἐνθένδε ἐκεῖσε πορεῦσαι, Plat. Phaed. 107 e; auch im praes., Legg. X, 893 d. – Gew. pass. mit fut. med. (προπορευσαμένους ist Pol. 3, 27, 2 v. l. für προπορευομένους), eigentlich in Bewegung gesetzt werden, gehen, Aesch. Prom. 569 (die passive Bdtg tritt noch hervor in Verbindungen, wie βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς ὅμως μάστιγος πορεύεται, wird angetrieben und geht, Soph. Ai. 1233, πρὸς βίαν πορεύομαι, ich werde mit Gewalt weggeführt, O. C. 849); überall in Prosa: παρά τινος, von Einem herkommen, Her. 6, 95, παρά τινα, sich zu Einem hinbegeben; π αρ' ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα, züchtiger Ausdruck vom Beischlafe, des Mannes, des Weibes Bett besteigen, Her. oft, vgl. Erkl. zu 2, 115. 4, 1; auch πρὸς ἄνδρα, Schäf. D. Hal. C. V. p. 43; πρὸς περίπατον, Plat. Phaedr. 227 a; πορεύονται τὴν εἱμαρμένην πορείαν, Menex. 236 d; πορεύσονται ἐφ' ἑνὸς σκέλους, Conv. 190 d; πεπόρευμαι, Polit. 266 c; πορευθῆναι, Tim. 81 e u. oft; adj. verb. πορευτέον, Rep. V, 432 c; oft übtr., in der Rede auf Etwas kommen; πορεύεσθαι διὰ τῶν ἡδονῶν, Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. oft mit einem acc., ὁδόν, σταθμούς, auch ὄρη, An. 2, 2, 11. 12. 5, 18; u. absol., zu Lande marschiren, im Ggstz des zu Schiffe Fahrens, 5, 3, 1.