εὔνομος
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ον, (νόμος)
A under good laws, well-ordered, πόλις Pi.I.5(4).22, Pl.Ti.20a (Sup.); Σκύθαι A.Fr.198; ἄνδρες Pl.Lg.815b; πολιτεία Zeno Stoic.1.27 (Sup.). 2 of things, ἔρανος -ώτατος Pi.O.1.37; μοῖρα εὔ., = εὐνομία, Id.N.9.29. II (νομή) of places, good for pasture, Longus 4.4 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1083] 11 mit guten Gesetzen, gesetzlicher Einrichtung; πόλις Pind. I. 4, 24; ἔρανος Ol. 1, 37; μοῖρα εὔν., d. i. εὐνομία, N. 9, 29; πόλις Plat. u. A.; ἄνδρες, die Gesetze beobachtend, gesetzmäßig handelnd, Plat. Legg. VII, 815 b u. öfter. – 21 (νομή) Σκύθαι, mit guten Weiden, gute Weideplätze habend, Aesch. fr. 189; τὰ εὐνομώτατα τῶν χωρίων Long. 4, 4.