στολή
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἡ, Aeol. σπολά (q.v.): (στέλλω):—
A equipment, fitting out, στρατοῦ A.Supp.764. 2 armament, Id.Pers.1018 (lyr.). II equipment in clothes, raiment, ib.192; σχῆμα Ἑλλάδος σ. S.Ph.224, cf. E.Heracl.130; ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένοι Hdt.1.80; σ. ἱππική Ar.Ec.846; Σκυθική Hdt.4.78; Θρῃκία E.Rh.313; Μηδική X.Cyr.8.1.40; γυναικεία Ar.Th.851, cf. 92; τοξική Pl.Lg.833b; στολὴν ἔχειν ἢν ἂμ βούληται SIG1003.14 (Priene, ii B.C.): metaph. of birds, σ. πτερῶν Ach.Tat.1.15. 2 garment, robe, S.OC1357,1597, PCair.Zen.54.32 (pl.), 263.4,8 (iii B.C.), BGU1860.4 (i B.C.), etc.; σ. θηρός, of the lion's skin which Heracles wore, E.HF465; ἐν σ. περιπατεῖν in full dress, M.Ant.1.7 (v.l. -λίῳ ap.Suid.), cf. Ev.Marc.12.38. 3 act of dressing, μετὰ τὴν σ. Orib.Syn.5.21. III (στέλλω IV) check to motion, pressure, τοῦ ἀέρος Epicur.Nat.11.11, cf. 14.4. 2 reduction, diminution, τῶν σιτίων Herod.Med. ap. Aët.5.129.
German (Pape)
[Seite 946] ἡ, Rüstung, Kleidung; Aesch. Pers. 977; οὔτοι ταχεῖα ναυτικοῦ στρατοῦ στολή, Suppl. 745; κόσμῳ τε χαίρων καὶ στολῇ, Soph. Tr. 761; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, El. 184; O. C. 1359 u. oft; μελαμπέπλῳ στολῇ, Eur. Alc. 429, u. öfter; γυναικεία, ἱππική, Ar. Th. 851 Eccl. 846; πᾶσαν τοξικὲν ἔχοντα στολήν, Plat. Legg. VIII, 833 b; πρεπούσῃ στολῇ ἐσταλμέναι, VII, 800 e; Περσική, Xen. An. 1, 2, 27; βαρβαρική, 4, 5, 33; der Soldaten, Cyr. 3, 3, 42; Folgde.