στηρίζω

From LSJ
Revision as of 19:36, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρίζω Medium diacritics: στηρίζω Low diacritics: στηρίζω Capitals: ΣΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: stērízō Transliteration B: stērizō Transliteration C: stirizo Beta Code: sthri/zw

English (LSJ)

E.Hipp.1207, etc.: fut.

   A -ίξω Hp.Morb.4.52 (v.l.), 1 Ep.Pet.5.10, -ίσω LXX Si.38.34, Je.17.5, -ιῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: aor. ἐστήριξα Il.4.443, Ep. στήριξα Hes.Th.498; inf. στηρίξαι Od.12.434, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part. στηρίξας Sor.2.57; opt. στηρίξειεν Th.2.49; ἐστήρισα LXX Ge.27.37, App.BC1.98; imper. στηρισάτω AP14.72:—Med., aor. ἐστηριξάμην Il.21.242, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later -ισάμην LXX Is.59.16, Plu.Eum.11: fut. στηρίξομαι Philostr.VA5.35:—Pass., fut. στηριχθήσομαι Gal.UP9.16: aor. ἐστηρίχθην Tyrt.11.22, Hp.VC3, Gal.15.126: pf. ἐστήριγμαι Hes.Th.779, Hp.Morb.3.3, etc.; inf. ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19: plpf. ἐστήρικτο Il.16.111, Hes.Sc.218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61; σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th.498; βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49; λίθον διορίζοντα ὅρους . . στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769 (Palestine, iii/iv A.D.).    2 support, σίτῳ τινά LXX Ge.27.37; feed up a patient, Gal.19.192; σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish, τὴν ἀρχήν App.BC1.98; τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57.    3 Med., ground, establish for oneself, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr.299; πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.).    B Pass. and Med., to be firmly set or fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11; οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc.218; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th.779; ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο E.Ba.1073; στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22; πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete.376b23 (s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι σ. AP7.731 (Leon.); Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9 (Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230,274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu.395b4; λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204.    2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου . . στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj.194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν must be firmly pronounced, D.H.Comp.22.    3 of diseases,= infr. 11.2, μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126, cf. 789,855, Aret.SA1.5.    II Act. intr. in same sense, οὐδέ πῃ εἶχον . . στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον . . Od.12.434; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp.1207: metaph., οὐρανῷ στηρίζον . . κλέος Id.Ba.972; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib.1083, cf. Plu.Sull.6.    2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49; ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33; εἰ . . ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12; cf. στήριξις 2.    3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2.    4 metaph., ἐπὶ δόγματος σ. hold fast to an opinion, D.L.2.136.

German (Pape)

[Seite 942] fut. στηρίξω, feststellen, feststützen, aufstellen, aufrichten; ἴριδας Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε, Il. 11, 28, er stellte den Regenbogen im Gewölk auf, λίθον κατὰ χθονός, stellte den Stein auf in der Erde, Hes. Th. 498; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, sie stützte ihr Haupt gegen den Himmel, richtete es gegen den Himmel empor, Il. 4, 443; u. med., οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, erkonnte sich nicht mit den Füßen aufstützen, nicht feststehen, 21, 242, wie auch das act. gebraucht ist, οὐδέ πη εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, Od. 12, 434; οὐδαμῆ ἐστήρικτο, er stand nirgends fest auf, hatte nirgends eine feste Unterlage, Hes. Sc. 218; δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, das Haus ist mit Säulen gegen den Himmel gestützt, Th. 779; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, Unglück drängte sich an Unglück, Il. 16, 111; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, d. i. der zehnte Monat stand am Himmel, H. h. Merc. 11; vom Stillstande der Planeten, Plut. de prot. virt. sent. p. 244; ὅπου μακραίωνι στηρίζει ποτὲ τᾷδ' ἀγωνίῳ σχολᾷ, Soph. Ai. 193, Schol. ὅπου πολὺν χρόνον σεαυτὸν ἐνεστήριξας; Eur. im act. intrans., κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον, Hipp. 1207, die sich himmelan erhebende Woge, wie οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος, bis zum Himmel sich erhebender Ruhm, Bacch. 970. auch πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς σεμνοῦ πυρός, 1081, wie im med. oder pass., ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο, 1071, einzeln auch in Prosa, wie Thuc. 2, 49, ὁπότε ἐς τὲν καρδίαν στηρίξαι, sc. ὁ πόνος, wenn sich die Krankheit, aufs Herz warf. – Im N. T. = bestätigen, bekräftigen.