ἐκλείπω
English (LSJ)
A leave out, pass over, πολλὰ δ' ἐκλείπω λέγων A.Pers.513; ἐ. ὄχλον λόγων Id.Pr. 827, cf. D.25.47; ἐ. Ἄνδρον leave out, pass over Andros, Hdt.4.33; ἐ. ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Th.7.48 ; τὴν στρατιάν X.HG5.2.22 ; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Pl.Smp.188e :—Pass., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται fails not to appear, A.Eu.97. 2 forsake, desert, abandon, τὰς πατρίδας, τὴν ξυμμαχίην, etc., Hdt.1.169,6.13, etc.; θήρας μόχθον E.Hipp.52; τὸ ξυνώμοτον Th.2.74; τὸν ὅρκον E.IT750; abandon, quit, τὴν τάξιν Hdt.8.24, al.; τὴν χώρην Id.4.105,118,al.; τὸν πλοῦν S.Ph. 911, cf. 58; give up, τὴν τυραννίδα Hdt.6.123; τὰ ὑπάρχοντα Th.1.144; θρήνους E.Ph.1635; v. infr.11.2. 3 freq.in elliptic phrases, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα abandon the city and go to the heights, Hdt.6.100, cf.8.50, X.An.7.4.2; ἐξέλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα E.Andr.1040 (lyr.). 4 εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (of the Persian immortals) if any one left the number incomplete, Hdt.7.83. 5 fail one, ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys.8.16, cf. Pl.Lg.657d. II intr., of the Sun or Moon, suffer eclipse, Th.2.28 ; in full, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.7.37; ἐ. τὰς ὁδούς Ar.Nu. 584. 2 die, οἱ ἐκλιπόντες the deceased, Pl.Lg.856e; τῶν ἄλλων ἐκλελοιπότων Is.11.10, etc.; of trees, BGU1120.33 (i B.C.); more freq. in full, ἐ. βίον S.El.1131; ὑφ' ὧν ἥκιστα ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπών (=ἀποθανών) Antipho 1.21; so ἐ. φάος E.Ion 1186, etc. 3 faint, Hp.Prorrh.1.71. 4 generally, leave off, cease, τῇ μοι [ὁ λόγος] ἐξέλιπε Hdt.7.239; ἐ. πυρετός Hp.Aph.4.56, cf. Th.3.87; ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, i.e. it is day, S.El.19; ὥστε μὴ 'κλιπεῖν κλέος ib.985, cf. 1149; [αἱ ἐργασίαι] ἐκλελοίπασιν Isoc.8.20: c. part., leave off doing, Pl.Mx.234b, cf. 249b: c. gen., θεραπείας Plu.Marc.17. 5 fail, be wanting, ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν ἣν πρὶν εἴχομεν E.HF230, cf. Pl.R.485d; τῶν ἐπιτηδείων ἐκλειπόντων D.S.16.75; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε Luc.Nigr.35; περὶ ὧν ἐ. [ὁ νόμος] Arist.Pol.1286a37: Gramm., of words in a sentence, A.D.Synt.11.17; of grammatical forms, ib. 168.21. 6 remain, be left, LXX 4 Ki.7.13. 7 depart, A.Pers. 128 (lyr.), Th.219. 8 ἐκλείπων σφυγμός remittent pulse, Gal. 9.66.
German (Pape)
[Seite 766] 1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; χῶρον Aesch. Ch. 536; Thuc. 1, 92 u. A.; τὴν τυραννίδα, aufgeben, Her. 6, 123; τὸν βίον, sterben, Soph. El. 1120; Antiph. 1, 21; φάος Eur.; τὸ ζῆν Pol.; bes. verrätherischer Weise im Stich lassen, προδούς με κἀκλιπών Soph. Phil. 899; τὴν τάξιν, τὴν φυλακήν Plut. u. a. Sp.; auch ohne acc., von Soldaten, desertiren, Xen. An. 7, 4, 2; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach, Her. 6, 100. 8, 50; Xen. An. 1, 2, 24; – sich einer Sache entziehen, στρατείαν Xen. Hell. 5, 2, 22; ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Thuc. 7, 38; unterlassen, nicht beobachten, ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνθήκης Thuc. 5, 42; θεραπείας σώματος, τὸ βοηθεῖν, Plut. Marcell. 17 Lys. 23; ὅρκον, brechen, Eur. I. T. 750, wie τὸ ξυνώμοτον Thuc. 2, 74; – weglassen, bes. in der Rede übergehen, ὄχλον λόγων Aesch. Prom. 829; πολλὰ ἐξέλιπον λέγων Pers. 505; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. Conv. 188 e; θρήνους Eur. Phoen. 1629; θήρας μόχθον Hipp. 52; γραφάς Dem. 25, 47. – 2) intrans., ablassen, nachlassen; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VI, 485 d; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen, Eur. Herc. Fur. 230; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden, Soph. El. 19, vgl. 985; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αθηναίοις, ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört, Thuc. 3, 87; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόθι τὴν χιόνα Xen. An. 4, 5, 15, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken gerathen, Isocr. 8, 20; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb, Her. 7, 239; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus, Luc. Nigr. 35; τοὔνομα Plut. Rom. 18; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren, Plat. Menex. 249 b, vgl. 234 a. – Ohnmächtig werden, Hippocr.; sterben, Plat. Legg. IX, 856 e; Is. 11, 10. – Von der Sonne u. dem Monde, sich verfinstern (ausbleiben), Thuc. 2, 28 Plat. Phaed. 99 d u. Folgde, der gewöhnliche Ausdruck; Her. 7, 37 sagt dafür auch ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν, wie Ar. Nub. 575 ἡ Σελήνη δ' ἐκλέλοιπε τὰς ὁδούς. – Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται Aesch. Eum. 97, die Schmach verschwindet.