ποτάομαι

From LSJ
Revision as of 19:42, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτάομαι Medium diacritics: ποτάομαι Low diacritics: ποτάομαι Capitals: ΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: potáomai Transliteration B: potaomai Transliteration C: potaomai Beta Code: pota/omai

English (LSJ)

poet. Frequentat. of πέτομαι, Ep. also ποτέομαι (imper.

   A ποτεῦ Call.Fr.1.50P.) (v. infr.), also Alc.43; Aeol. 2sg. πότῃ Sapph.41 (dub.); Dor. 3sg. ποτῆται Alcm.26.3; Aeol. part. ποτήμενος Theoc. 29.30: fut. ποτήσομαι Mosch.2.145 (s.v.l.): aor. ἐποτήθην, Dor. -άθην [ᾱ] S.Fr.476 (ἀμ-, lyr.): pf. πεπότημαι, Dor. -ᾱμαι in lyr. passages of Trag., A.Pers.668, Eu.378, E.Hipp.564:—fly hither and thither, ὀρνίθων ἔθνεα . . ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται Il.2.462; νυκτερίδες . . τρίζουσαι ποτέονται Od.24.7; κεραυνοὶ . . ποτέοντο Hes.Th.691; ποτώμεναι ἄλλοτε ἄλλῃ h.Merc.558; in Trag. also simply = πέτομαι, fly, A. Ag.576, etc.; τὰ ποτήμενα συλλαβῆν Theoc. l. c.; of sounds, [βοὰ] π. A.Th.84 (lyr.); ἐκ στομάτων π. εὐχά Id.Supp.657 (lyr.): pf. (with pres. sense), to be upon the wing, ψυχὴ δ' . . ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; [μέλισσαι] αἱ μέν τ' ἔνθα . . πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα Il.2.90; Ἔρις πεπότητο Hes.Sc.148.    2 metaph., δεῖμα προστατήριον καρδίας . . ποτᾶται hovers, A.Ag.977 (lyr.), cf.Ch.390 (lyr.); τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ . . π. Id.Eu.378 (lyr.), cf. Pers.668 (lyr.); to be fluttered, ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας Ar.Av.1445, cf. Nu. 319.

German (Pape)

[Seite 688] ep. u. att. poet. statt πέτομαι (vgl. ποτέομαι u. πωτάομαι), fliegen; ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται, Il. 21, 462; perf. πεποτήαται, 2, 90; ψυχὴ δ' ἠΰτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται, Od. 11, 222; in der ersten Stelle ist die Perfectbedeutung nicht festzuhalten, sie sind in Fliegen, sie fliegen; Tragg. in manchen Uebertragungen: ἐκ στομάτων ποτάσθω εὐχά, Aesch. Suppl. 644; βοὰ ποτᾶται, Spt. 84; Στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, Pers. 656, vgl. Eum. 356; ποταθείην, Soph. frg. 423; μέλισσα οἵα τις πεπόταται, Eur. Hipp. 504, u. oft im praes.; Ar. auch für schnell laufen, Lys. 1013; πεποτῆσθαι τὰς φρένας, Av. 1445.