ταράσσω

From LSJ
Revision as of 19:46, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰράσσω Medium diacritics: ταράσσω Low diacritics: ταράσσω Capitals: ΤΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: tarássō Transliteration B: tarassō Transliteration C: tarasso Beta Code: tara/ssw

English (LSJ)

Pi.O.2.63, etc.; Att. ταράττω Ar.Eq.902; also θράσσω (q.v.): fut. ταράξω ib.358, etc.: aor.

   A ἐτάραξα Od.5.291, (συν-) Il.1.579, 8.86: plpf. συν-ετεταράχει D.C.42.36: Ep. pf. in pass. sense τέτρηχα (v. infr. 111):—Pass., fut. ταραχθήσομαι Men.858 (prob.), Epict.Ench.3, etc.; Med. ταράξομαι in pass. sense, Th.7.36, X. Cyr.6.1.43: aor. ἐταράχθην Ar.Nu.386 (anap.), etc.: pf. τετάραγμαι ib.388 (anap.), etc.:—stir, trouble, in a physical sense, σύναγεν νεφέλας ἐτάραξε δὲ πόντον [Ποσειδῶν] Od.5.291; κύμασιν ταράσσεται πόντος Archil.54, cf. Sol.54; τ. πέλαγος ἁλός E.Tr.88, cf. 692; ὁμοῦ τ. τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ Ar.Eq.431; τ. καὶ κυκᾶν Id.Ach.688 (troch.), Eq.251 (troch.); οὐ χθόνα ταράσσοντες troubling not the earth (by ploughing), Pi. l.c.; βροντήμασι . . κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω A.Pr.994; τ. φάρμακον perh. mix, Luc.Lex.4, cf. Amips. 18: metaph., φωνὰν ταρασσέμεν to wag the tongue, Pi.P.11.42; πάντα τ., of a speaker, jumble up, D.19.93; τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν Gal.15.185.    2 trouble the mind, agitate, disturb, με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ ταράσσων A.Ag. 1216; δεινὰ (adverbial) τ. [με] S.OT483 (lyr.); ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα E.Hipp.969, cf. Fr.1079.4; Νικίαν ταράξω Ar.Eq.358 (troch.); τ. καρδίαν E.Ba.1321; esp. of fear, A.Ch.289, Ar.Eq.66, etc.; ἄν τις φόβος τ. X.Mem.2.4.6; τὸ σῶμα τ. τὴν ψυχήν Pl.Phd. 66a, cf. 103c; so τ. γλῶσσαν E.IA1542: abs., cause confusion, Pl. R.564b, Hp.Mi.373b:—Pass., Id.Phd.100d, etc.; περί τι Id.Sph. 242c; διά τι D.4.3; ταράσσομαι φρένας S.Ant.1095; ὄμμα σὸν τ. E. Or.253.    3 of an army, etc., throw into disorder, Hdt.4.125, 9.51, etc.; ἐτάρασσον τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων Id.8.12:—Pass., to be in disorder, Id.4.125,129, 8.16, Th.4.25, X.Cyr.2.1.27, etc.; ἐν σφίσιν αὐτοῖς τ. Th.7.67.    b metaph., rout or upset, κριτήριον τ. Demetr.Lac.Herc.1012.38 (perh. variant of Epicur.Sent. 24):—Pass., λόγου ταραχθέντος Phld.Rh.1.136 S.; εἰ τὰ σημεῖα ταραχθείη Gal.6.262.    4 τ. τὴν γαστέρα cause relaxation of the bowels, of purges, Hp.Nat.Mul.12, cf. Acut.56, Arist.Pr. 864b23, Gal.15.667:—Pass., ἐταράχθης τὴν γαστέρα Ar.Nu.386 (anap.); τὸ πνεῦμα Gal.15.903; more generally, τεταραγμένον σῶμα Sor.1.105.    5 freq. of political agitation, τ. τὴν πόλιν Ar.Eq. 867; τὰ πράγματα ib.214:—Pass., to be in a state of disorder or anarchy, ἐν ἀλλήλοις τ. Th.2.65, cf. D.2.14, Ptol.Tetr.164.    6 ταράττεσθαι ἐπὶ τῶν ἵππων to be shaken in one's seat on horseback, X. Cyr.5.2.17.    7 Math., τεταραγμένη ἀναλογία disturbed proportion, Euc.5Def.18, Archim.Sph.Cyl.2.4.    II stir up, metaph., τ. νεῖκος, πόλεμον, S.Ant.794 (lyr.), Pl.R.567a; φόνον E.Ba. 797; ἡλίκα πράγματα ταράξασα D.18.153, cf. X.An.5.10.9; τ. δίκας τινὶ πρός τινας Plu.Them.5:—Pass., πόλεμος ἐταράχθη D.18.151; γόος . . ταραχθείς A.Ch.331 (lyr.).    III exc. in the places mentioned, Hom. uses only intr. pf. τέτρηχα, to be in disorder or confusion, be in an uproar, τετρήχει δ' ἀγορή Il.2.95; ἀγορὴ τετρηχυῖα 7.346; so τετρηχυῖα θάλασσα AP7.283 (Leon.); τετρηχότος οἴδματος A.R.1.1167; τετρηχότα βῶλον Id.3.1393; τετρηχότι νώτῳ Nic.Th.267; but ἐκ σέθεν . . ἄλγεα . . τετρήχασι cruel woes arise, A.R. 4.447, cf. 3.276, Philet.7; in Nic.Th.72 τετρήχοντα κλήματα is f.l. for δὲ τρήχοντα. (Alexandrine and later Poets seem to have thought erroneously that τέτρηχα = to be rough (cf. τραχύς).) (ταράχψω from ταραχ-ή, τάραχ-ος and these from *θᾰρᾰχ-: cogn. with θράσσω from θρᾱχ-yω of which the Ion. pf. is τέτρηχα.)

German (Pape)

[Seite 1070] att. -ττω, fut. med. ταράξομαι in der Bdtg des fut. pass., Thuc. 7, 36, wie Xen. Cyr. 6, 1, 43, perf. τέτρηχα (s. unten u. vgl. θράσσω), rühren, auf-, durcheinanderrühren, verwirren; Hom. vom Poseidon, σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον, Od. 5, 291, wie ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ὰλός Eur. Troad. 88; ταραχθεὶς πόντος, 687, das von Stürmen aufgewühlte Meer; σὺν δ' ἴππους ἐτάραξε, Il. 8, 86, er machte die Pferde wild, scheu; οὐ χθόνα ταράσσοντες, das Land nicht umwendend, pflügend, Pind. Ol. 2, 63; φωνὰν ταρασσέμεν, P. 11, 42, verwirren; κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω, Aesch. Prom. 996; übertr., bestürzt machen, μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ, ταράσσει, Ch. 287; δεινὰ ταράσσει σοφὸς οἰωνοθέτας, Soph. O. R. 483; pass. bestürzt werden, sein, ταράσσομαι φρένας, Ant. 1082; ὥς μοι ὑφ' ήπατι δεῖμα χλοερὸν ταράσσει, Eur. Suppl. 599; τίς σὴν ταράσσει καρδίαν; Bacch. 1320; ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα, Hipp. 969, u. öfter so von den Leidenschaften; γῆν καὶ θάλατταν εἰκῆ, Ar. Equ. 429; καὶ κυκᾶν, Ach. 658 Equ. 251; dah. wie κυκᾶν, mischen, φάρμακον, Luc. Lex. 4; vgl. Nic. Th. 665. 936; κύλικα φαρμάκου, Plut. an vit. ad inf. suff. 3; αἵματος τεταραγμένου μέλιτι, Erasistr. bei Ath. VII, 324 a; so auch λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον, Amips. bei Schol. Ar. Vesp. 480 u. Ath. X, 446 d. In Prosa: πολλά με ταράττει, Plat. Phaed. 103 c; Theaet. 206 a u. öfter; bes. Krieg, Aufruhr erregen, σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας, Soph. Ant. 789; τὴν πόλιν, Ar. Equ. 864; πόλεμον, Plat. Rep. VIII, 567 a; vgl. Dem. 18, 151; ὅτι οὐδὲν δέοι ταράσσεσθαι, ἀλλὰ νόμοις τοῖς ἀρχαίοις χρῆσθαι, Xen. Hell. 2, 4, 42; στάσεις καὶ πολέμους, Plut. Cat. min. 22; auch ἐγκλήματα καὶ δίκας τινί, Them. 5; ein Heer in Verwirrung, Unordnung bringen, Her. 9, 50. 51; auch von Sachen, sie verwirren, τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων, 8, 12; ὁρῶν τοὺς Συρακοσίους ταρασσομένους καὶ οὐ ῥᾳδίως ξυντασσομένους, Thuc. 7, 3; πάντα ταῦτα καθορῶν ἄνω κάτω ταραττόμενα δεινῶς, Plat. Prot. 361 c; τεταραγμένος τὴν γνώμην, Luc. Scyth. 3. – Bei den Aerzten ταράττειν τὴν κοιλίαν, den Unterleib in Unordnung bringen, d. i. Durchfall verursachen. – Das ep. perf. τέτρηχα hat die intrans. Bdtg in Verwirrung, unruhige Bewegung gerathen, τετρήχει δ' ἀγορή, die Volksversammlung gerieth in unruhige Bewegung, Il. 2, 95; ἀγορὴ τετρηχυῖα, 7, 346; so auch sp. D., wie τετρηχυῖα θάλασσα Leon. Tar. 96 (VII, 283). Erst spätere Dichter haben hiernach ein praes. τρήχω gemacht, das aber für jene homerische Form anzunehmen nicht nöthig ist; aus der att. Form θρασσω, für ταράσσω, wird regelnmäßig τέτρᾶχα, ion. τέτρηχα, abgeleitet, s. Buttm. Lexil. I p. 210. Damit hängt τρηχύς zusammen.