στρέφω

From LSJ
Revision as of 19:47, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέφω Medium diacritics: στρέφω Low diacritics: στρέφω Capitals: ΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: stréphō Transliteration B: strephō Transliteration C: strefo Beta Code: stre/fw

English (LSJ)

Il.23.323, etc.; Dor. στράφω [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); Aeol. στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: Ep. impf.

   A στρέψασκον Il.18.546: fut. στρέψω E.Med.1152, etc.: aor. 1 ἔστρεψα Id.Tr.1243, etc., Ep. στρέψα Od.4.520: pf. ἔστροφα (ἀν-) Cerc.17.30, (ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, (ἐπ-) Plb.5.110.6, (μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα (κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—Med., Il.18.488, etc.: fut. στρέψομαι 6.516, etc.: aor. ἐστρεψάμην S.OC1416, (κατ-) Th.1.94, etc.: pf. Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι (κατ-) Isoc.5.21:—Pass., fut. στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6, (ἀνα-) Isoc.5.64, (δια-) Ar.Eq.175, Av.177, (μετα-) Pl.R.518d; fut. Med. (in pass. sense) στρέψομαι (ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in Att., Ar.Th.1128, Pl.Plt.273e; Dor. ἐστράφθην Sophr. 88, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν) in Hdt.1.130 (but στραφῆναι Id.3.129): aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant.315, etc., freq. in Att., Ar.Ach.537 (μετα-), Th.5.97 (κατα-), Pl.Ti.77b: pf. ἔστραμμαι h.Merc.411, Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; ἔστρεμμαι Eudox.Ars 12.10 (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:—turn about or aside, ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520; ἵππους σ. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.; σ. πηδάλιον Pi.Fr.40; τὸν οἴακα Anaxandr.4.5, cf. Men.482.4; σάκος S.Aj.575; of persons, ἡλίου πρὸς ἀντολὰς στρέψασα σαυτήν A.Pr.708; πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε E.Ph.457, cf. Hec.344; πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med.1152; ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68; σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th.902; σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu.1455; πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp.413; στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr.1149; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D.    2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν σ., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4; τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12; τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε . . ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt.269e, cf. Epin.977b.    II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω σ. turn upside down, A.Eu.651; κάτω σ. S.Ant. 717, Ar.Ec.733; σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg.511a, cf. Euthd.276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους σ. D.21.91; so δίκα καὶ πάντα πάλιν στρέφεται E.Med.411 (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT1166, Fr.536 (troch.); γῆν σ. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn., πάσας σ. στροφάς Pl.Ti.43e; γράμματα πανταχῇ σ. Id.Cra.414c: c. inf., change a thing so as to . ., εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι φᾶμαι E.Med.416 (lyr.).    III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (so στραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129, cf. Pl.Lg.789e).    2 metaph. of pain, twist, torture, κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177, cf. Ar.Pl.1131, Fr.462, Ael. NA2.44 (Pass.), Gal.19.141; βρέμει ἡ κοιλίη καὶ στρέφει καὶ βορβορύζει Hp.Int.6: so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R.330e.    3 of corruptions in Music, κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15.    IV twist, plait, σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15; ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc.411; spin, ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7, cf. 1; ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i (Caralis); κρόκην σ. Luc.Fug. 12: metaph., μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e.    V t.t. of wrestlers, twist the adversary back, Poll.3.155: metaph., ἔριδα σ. Pi.N.4.93.    VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec.750; πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8; βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48; τὸ πρᾶγμα πανταχῇ στρέφων ἀγαγεῖν ἐπ' ἐμέ D.21.116.    VII return, give back, ἀργύριά τισι Ev.Matt.27.3.    VIII convert, τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B.    IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20.    B Pass. and Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ἔν τε κύνεσσι κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται 12.42; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664.    2 turn to or from an object, ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC1648, Ant.315, etc.; στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th.230,610.    3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti.40b; of the distaff, Id.R.617a; of a joint, ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V.1495.    II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr.236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R.405c, cf. Euthd.302b.    2 turn and change, κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr.1134; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117.    III to be always engaged in or about, ἐν τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα Pl.Tht.194b; περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph.1004b22, cf. Phld.Rh.2p.124S.    2 generally, to be at large, go about, ἀνειμένη στρέφει S.El.516; ἐν κυσὶν . . ἐστράφην λύκος Sol.37.6; στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139 S.; of things, to be rife, ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23.    3 of places, τόποι ἐπὶ . . τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards... Plb.2.15.8, etc.    C in strict med. sense, turn about with oneself, take back, στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC1416.    D intr. in Act., like Pass., turn about, Il.18.544,546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32; στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3; ποῖ στροφαὶ . . μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr.738, cf. E.Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8; ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42.

German (Pape)

[Seite 953] fut. στρέψω, aor. ἔστρεψα, στρέψασκον Il. 18, 546; perf. ἔστροφα, Theogn. bei Ath. III, 104 c, vgl. Lob. zu Phryn. 578; perf. pass. ἔστραμμαι; aor. ἐστρέφθην, in Prosa nur Plat. Polit. 273 c; ion. u. dor. ἐστράφθην, Theocr. 7, 132; att. gew. aor. II. ἐστράφην, u. so στραφήσομαι, Plat. Rep. VII, 518 d; – drehen, wenden, biegen; ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, Od. 4, 520; στρέψ' ἵππους ἐπ ὶ νῆα, 15, 205; ὅς οἱ σχεδὸν ἔστρεφε μώνυχας ἵππ ους, lenken, Il. 17, 699, vgl. 8, 168. 20, 488; ἔριδα, den Wettkampf verflechten, verschlingen, Pind. N. 4 extr., vgl. Dissen, hergenom men von der Kunstsprache der Ringer, den Gegner fassen und umwerfen; ἡλίου πρὸς ἀντολὰς στρέψασα σα υτήν, Aesch. prom. 710; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων τίθησιν, Eum. 621; διὰ πολυῤῥάφου στρέφων πόρπακος σάκος, Soph. Ai. 572, πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε, Eur. Phoen. 460, ἔμπαλιν κάρα, I. A. 1549; ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα, Ar. Nubb. 1438, ὄμμα πρὸς τὸ φανόν, Plat. Rep. VII, 518 c; auch umwerfen, σεισμός νιν ἔστρεψε χθονός, Eur. l. T. 1166, das Unterste zu oberst kehren, umstürzen, ὅπῃ στρέφεις τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω, Plat. Gorg. 511 a, vgl. Phaedr. 278 d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους, τοὺς διαιτητάς, πάνθ' ὅσ' ἂν βούληται στρέφει, Dem. 21, 91; zusammendrehen, σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα, Xen. An. 4, 7, 15; auch spinnen, ἀΐδιοςδουλεία γίγνεται ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρεφομένη, Luc.; – verdrehen, verrenken, στραφῆναι τὸν πόδα, Her. 3, 129, wo nachher folgt ὁ γάρ οἱ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων; vgl. Plat. Legg. VII, 789 e; daher auch = die Glieder auf der Folter ausrecken, foltern, martern, übertr., οἱ μῦθοι στρέφουσι τὴν ψυχήν, Plat. Rep. I, 330 e; στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα, es quält mich im Leibe, ich habe Leibschneiden, Antiphan. com. bei Ath. III, 123 b; auch pass. κλονοῦνται καὶ στρέφονται τὴν γαστέρα, Ael. H. A. 11, 44. – Uebertr., στρέφειν τι φρεσίν, στρέφειν βουλὴν ἐν ἑαυτῷ, Etwas in der Seele hin-u. herwenden, es von allen Seiten betrachten, animo volvere, Eur. Hec. 740; Ael. H. A. 10, 48. – Pass. sich drehen, wenden, sich herumdrehen, sich hin- u. herwenden, ἥ τ' αὐτοῦ στρέφεται, Il. 18, 488; στρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, 24, 5; ἔμελλεν στρέψεσθ' ἐκ χώρης, 6, 516, sich abwenden und fortgehen; στρεφθεὶς γὰρ μετόπισθεν, 15, 645; χερσὶν ἀώτου στρεφθεὶς ἐχόμ ην, Od. 9, 435, vgl. 16, 352, sich andrücken, anschmiegen; στραφεὶς οὕτως ἴω; umgewandt, Soph. Ant. 315, vgl. O. C. 1644; auch med., στρέψαι στράτευμ' ἐς Ἄργος, wende es mit dir zurück, 1418; u. übertr., κἂν σοῦ στραφείη θυμός, Tr. 1124; sich an Etwas lehren, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, Ai. 1096. – Gew. wie versari, sich an einem Orte drehen und wenden, daselbst verweilen, verkeh ren, auch übertr., sich womit beschäftigen, ἔν τινι, ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα, Plat. Theaet. 194 b; Solon bei Dem. 19, 255 v. 23 vrbdt auch ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά. – Uebertr., στροφὰς στρέφεσθαι, Wendungen machen, Ränke spinnen, schmieden, Plat. Rep. III, 405 c; ἄπορόν τινα στροφὴν ἐστρεφόμην ἤδη, Euthyd. 302 b; dah. τί ταῦτα στρέφει; Ar. Ach. 363, warum schmiedest du diese Ränke? vgl. Eur. Hec. 750; – sich wenden, sich sträuben, τί δῆτα ἔχων στρέφει; Plat. Phaedr. 236 e, vgl. στρέφεται ἄνω καὶ κάτω ἐπικρυπ τόμενος τὲν αὑτοῦ ἀπορίαν, Lach. 196 b, wie Ion 541 e. – Intrans., sich wenden, ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο, Il. 18, 544, wo man aus dem vorhergehenden Verse ζεύγεα ergänzen kann, wie Od. 10, 528, εἰς Ἔρεβος στρέψας, ὄϊς. So auch Xen. An. 4, 3, 26, Ξενοφῶν δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους ἀντία τὰ ὅπλα ἔθετο, sc. στρατιώτας, er ließ gegen die Karduchen Kehrt, d. i. Front machen; vgl. ib. 32, οἱ Ἕλληνες τὰ ἐναντία στρέψαντες ἔφευγον.