μεταπίπτω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
used as Pass. of μεταβάλλω,
A fall differently, undergo a change, a in form, Heraclit.88, Meliss.8, Pl.Cra.440a, etc.; πολλαχῶς μ. Diog.Apoll.2; μ. τὸ εἶδος Hdt.6.61; μ. εἰς ἄλλο εἶδος Pl.Cra.440b; ἐκ γυναικὸς ἐς ὄρνεον Luc.Philops.2: Gramm., τὸ ᾱ μ. εἰς τὸ ο A.D.Adv.188.25; fall into disrepair, PSI4.444.3 (iii B. C.). b in mind, change one's opinion suddenly, τὸν ὁμόθεν πεφυκότα στέργων μετέπεσον E.IA502; ἐξ ἐχθίστου μ. Ar.Av.627: abs., Isoc.9.50, Plb.5.49.7, PRyl.118.4 (i B. C.); also μ. εἰς τἀναντία τῆς γνώμης Plb.21.7.7. 2 of place, migrate, be transferred, Arist. Mete.360b18, al.; of votes, εἰ τριάκοντα μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων Pl. Ap.36a, cf. Aeschin.3.252; but ὀστράκου μεταπεσόντος on the fall of the sherd with the other side uppermost, prov., of a sudden change (borrowed from the game ὀστρακίνδα), Pl.Phdr.241b, cf. Sch. 3 of conditions, circumstances, etc., μεταπίπτοντος δαίμονος E.Alc.913 (anap.); μ. ἄνω κάτω Pl.Grg.493a; τοὐναντίον μεταπέπτωκεν Id.Tht. 162d; τὰ μὲν [πάθη] ταχὺ μεταπίπτειν εἴθισται D.26.18; τὸ τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μ. ταχύ Men.Georg.Fr.2; freq. of political changes, undergo revolution, Th.8.68, Pl.Ep.325a; μετεπεπτώκει τὰ πράγματα a revolution had taken place, Lys.20.14; ἡ Ῥωμαίων δυναστεία μετέπεσεν εἰς μοναρχίαν Hdn.1.1.4; also ἀρχὴ -πεσοῦσα εἰς ἄνδρα ἐξ ἀσήμου γένους Id.2.3.1: generally, change for the worse, ἐξ εὐπορίης εἰς πενίην Democr.101; εἰς δουλείαν Lycurg.50; ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Arist. Po.1453a2; also, for the better, μ. ἐκ τοῦ κακῶς πράττειν Lycurg.60; μεταπέσοι βελτίονα E.Ion 412; τοῦ πυκνὰ μεταπίπτοντος κριτηρίου Epicur.Fr.230; of a person, to be variable, μ. καὶ μεταρριπίζεσθαι Arr. Epict.1.4.19. b μεταπίπτοντες λόγοι fallacies due to a change in meaning of terms, ib.1.7.1; συλλογισμοὶ μ. ib.2.17.27. II c. gen. rei, fall from, fail of... εἰ ἡ γνῶσις τοῦ γνῶσις εἶναι μὴ μεταπίπτει Pl. Cra.440a. III of property, to be transferred, εἴς τινα ἐξ ὀνόματός τινος Stud.Pal.4.114.14 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 152] (s. πίπτω), umfallen, umschlagen, sich ändern; μεταπίπτοντος δαίμονος, Eur. Alc. 916; μεταπέσοι βελτίονα, zum Bessern umschlagen, Ion 412; μετέπεσον, ich änderte meine Meinung, I. A. 502; ὦ φίλτατ' ἐμοὶ – ἐξ ἐχθίστων μεταπίπτων, Ar. Av. 626; εἰ μεταπίπτει πάντα χρήματα καὶ μηδὲν μένει, Plat. Crat. 440 a, öfter; auch μεταπίπτειν ἄνω κάτω, Gorg. 493 a; νῦν δὲ τοὐναντίον ταχὺ μεταπέπτωκεν, es ist schnell ins Gegentheil umgeschlagen, hat sich anders gewendet, Theaet. 162 d; und im eigtl. Sinne, εἰ τρεῖς μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων, wenn nur drei Stimmen anders fielen, Apol. 36 a; vgl. Aesch. 3, 252; u. sprichwörtlich ὀστράκου μεταπεσόντος, Plat. Phaedr. 241 b, wie wir sagen »das Blatt hat sich gewandt«; man leitet den Ausdruck von dem Knabenspiele ὀστρακίνδα her; μεταπεσούσης τῆς τύχης, Din. 1, 65; ὅσον τὰ τῆς πόλεως μεταπέπτωκε, Isocr. 15, 154; auch absolut, 5, 23; μεταπέπτωκε τὰ πράγματα, von einer Staatsumwälzung, Lys. 20, 14 u. A.; τινὸς εἴς τι, übergehen aus Etwas in einen andern Zustand, Plat. Crat. 440 ab; εἰς τἀναντία τῆς γνώμης, Pol. 21, 5, 7, u. ohne den Zusatz, μεταπεσών, nachdem er seine Meinung geändert hatte, 5, 49, 7; μετέπεσεν ἐς ὄρνεον ἐκ γυναικός, Luc. Philps. 2.