σελήνη
English (LSJ)
ἡ, Dor. σελάνα [λᾱ] Pi.O.10.75, Aeol. σελάννα Sapph. 3,53; cf. also σεληναίη:—
A the moon, σ. πλήθουσα the full-moon, Il.18.484; σ. ἀεξομένη, ὀλίγη κεράεσσι, Arat.780,733; a moon's breadth, measure used by early astronomers, Ptol.Alm.9.10; νουμηνία κατὰ σελήνην, i.e. by the lunar month, Th.2.28, cf. SIG683.44 (ii B.C.); τὰς ἡμέρας κατὰ σ. ἄγειν D.L.1.59, cf. PHib.1.27.42 (iii B.C.); πρὸς τὴν σ. ὁρᾶν by moonlight, And.1.38, cf. X.HG5.1.9; ἐν σελήνῃ Ach.Tat.3.2; ἡ ἐκ τῆς σ. νόσος,= σεληνιασμός, Ael.NA14.27; τὴν σ. καθελεῖν, of Thessalian witches, Ar.Nu.750, cf. Pl.Grg.513a, Sosiph. 1. b month, δεκάτῃ σελήνῃ in the tenth moon, E.El.1126, cf. Alc.431, Tr.1075 (lyr.); πολλὰς σ. Id.Hel.114; τὰς ἡμέρας τῆς σ. Astramps.Orac.p.3 H.; ὁρῶν ἄγουσαν τὴν σ. εἰκάδας Ar.Nu.17. 2 a moon-shaped wheaten cake, E.Fr.350, cf. Alciphr.2.4, Poll.6.76. 3 a round table, or tripod, Ath.11.489d. 4 name of a plant, Ps.-Plu.Fluv.18.5; cf. σελήνιον 11. II as fem. pr. n., Selene, the goddess of the moon (never in Hom.), Hes.Th.371, h.Merc.100, etc. (σελήνη (σελάνα, σελάννα) fr. *σελάσνᾱ, cf. σέλας.)
German (Pape)
[Seite 870] ἡ (vgl. σέλας, verwandt mit ἕλη, εἵλη), der Mond; Hom. ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὲν ἀμφὶ σελήνην φαίνεται, Il. 8, 555; εὐώπιδος σελάνας φάος, Pind. Ol. 11, 75; Folgde überall; σ. πλήθουσα, l. 18, 484; ἐν σελήνῃ, im Mondscheine, auch πρὸς τὴν σελήνην, Andoc. 1, 38. – Auch ein runder, mondförmiger Kuchen od. ein solches Brot von Weizenmehl.