ἀστραβίζω
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
(ἀστράβη)
A ride pillion, καμήλους ἀστραβιζούσας A.Supp.285 (dub.).
German (Pape)
[Seite 376] Aesch. ἀστραβίζουσαι κάμηλοι Suppl. 282, Kameele, wie Maulthiere gesattelt, Maulthierdienste thuend; Hesych. erkl. es wie ἀστραβαλίζειν, εὐθύνειν, ὁμαλίζειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰβίζω: (ἀστράβη) χρησιμεύω ὡς ὑποζύγιον, ἐκτελῶ ἔργα ἡμιόνου, ἀστραβίζουσαι κάμηλοι Αἰσχύλ. Ἱκ. 285 (χωρίον ἀμφίβολον). - Κατὰ τὸν Ἡσύχ. «ἀστραβίζειν· ὁμαλίζειν, εὐθύνειν».