μορύσσω

From LSJ
Revision as of 09:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορύσσω Medium diacritics: μορύσσω Low diacritics: μορύσσω Capitals: ΜΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: morýssō Transliteration B: moryssō Transliteration C: morysso Beta Code: moru/ssw

English (LSJ)

Ep. Verb,

   A = μολύνω, soil, defile, in pf. part. Pass. μεμορυγμένα (v.l. μεμορυχμένα in Od. and Nic.), [εἵματα] καπνῷ Od.13.435; Ὀδυσῆα μ. αἵματι Q.S.5.450; μέλαν κυάνοιο . . μ. ἄνθος black mixed with blue, Opp.C.3.39; μ. ἀφρῷ, ὄξει, Nic.Al.318, 330.    II = μωλύνω 1, μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις (aor. opt.) ῥίζεα ib. 144 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 208] be lud ein, verunreinigen; εἵματα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ, Od. 13, 435; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 39; Nic. Al. 144 in allgemeiner Bdtg, μέλαν κυάνοιο μεμορυγμένον ἄνθος, schwarz mit blau gemischte Farbe.

Greek (Liddell-Scott)

μορύσσω: Ἐπικ. ῥῆμα, = μολύνω, παῦρα μορύξαις (ἀόρ. εὐκτ.) Νικ. Ἀλεξιφ. 144· - ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ., μεμορυγμένα [εἵματα] καπνῷ Ὀδ. Ξ. 435· Ὀδυσῆα κεῖσθαι ὀϊόμενος μεμορυγμένον αἵματι πολλῷ Κόϊντ. Σμ. 5. 450· μέλαν κυάνοιο... μεμ. ἄνθος, μέλαν μεμιγμένον μετὰ κυανοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 39· μ. ἀφρῷ, ὄξει Νικ. Ἀλεξιφ. 318. 330.