συνέλιξις
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
German (Pape)
[Seite 1014] ἡ, das Zusammenwirken, Verbinden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνέλιξις: ἡ, συντύλιξις, συνδυασμός, φρουραὶ καὶ περὶ ἑαυτάς... συνελίξεις Διον. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 4. 2, σ. 356Α.