ἐμπαράσκευος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ον,
A prepared, Sm.Ps.26(27).3; ἐμπαράσκευον, τό, a kind of wind-screen for engines, Ath.Mech.33.1. Adv. -ως Suid. s.v. ἑτοίμως.
German (Pape)
[Seite 810] vorbereitet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαράσκευος: -ον, (παρασκευὴ) παρεσκευασμένος, εὐπρεπής, Βασίλ. Ὁμ. 6, τ. 1. σ. 150B. - Ἐπίρρ. -ως, Σουΐδ. ἐν λ. ἑτοίμως.