δαήμων
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (δαῆναι)
A knowing, experienced in a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Il.15.411; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα 23.671: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων Od.8.159, cf. Democr.197: c. inf., κοσμῆσαι δ. knowing best how to .., Arr.An.7.28.2; χρήματα φυλάττειν δ. Them.Or.2.25c: Comp. -έστερος Eun.VSp.499B., Procop.Arc.Praef.: Sup.-έστατος X.Cyr.1.2.12, Agath.5.6. Adv. Sup. -έστατα Id.3.25.
German (Pape)
[Seite 513] ον, kundig, erfahren, ἄθλων Od. 8, 159; δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253; οὐδ' ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα γενέσθαι Iliad . 23. 671; ἀλλ' ὥς τε στάθμη δόρυ νήιον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Iliad. 15, 411; – Prosa, Plat. Crat. 398 b zur Erkl. von δαίμων; bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 im superl. δαημονέστατοι; c. inf. Arr. An. 7, 23, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δαήμων: -ον, γεν.-ονος (δαῆναι) εἰδήμων, ἔμπειρος ἔν τινι, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Ἰλ. Ο. 411· ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα Ψ. 671· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων Ὀδ. Θ. 159·― σπάν. παρὰ τοῖς πεζ., Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 110. 8. Συγκριτ.-ονέστερος Εὐ. 106· ὑπερθ. δαημονέστατος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· μετ’ ἀπαρ., κοσμῆσαι δ., γινώσκων κάλλιστα πῶς νὰ…, Ἀρρ. Ἀν. 28.