ἀγαθοποιός
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
όν,
A beneficent, LXX Si.42.14, Plu.2.368b, Porph.Marc. 17; of the King of Persia, Men.Prot.p.16D.: c. gen., -ποιὲ τῆς οἰκουμένης PMag.Lond.122.16. II Astrol., exerting beneficent influence, Ptol.Tetr.19, Artem.4.59, PMag.Lond.46.48, etc. III creating the Good, Dam.Pr.33.
German (Pape)
[Seite 6] wohlthätig, LXX. u. Sp.; recht handelnd, Plut. Is. et Os. 42; 1 Petr. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοποιός: -όν, ὁ πράττων τὸ ἀγαθόν, εὐεργετικός. Πλούτ. 2, 368Β. Ο΄, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀστρολογικὸς ὅρος = δίδων καλὸν σημεῖον, καλὰ προοιωνιζόμενος Ἀρτεμ. 4. 59. Εὐσ. Εὐ. Προπαρ. 295Δ.