κορυμβώδης
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
ες,
A v.l. for κορυμβοειδής, Dsc.3.24.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβώδης: -ες, = κορυμβοειδής, Διοσκ. 3. 29.