προφύλαξ

From LSJ
Revision as of 09:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

German (Pape)

[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.

Greek (Liddell-Scott)

προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.