βασανίζω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Att. fut.
A -ῐῶ Ar.Ra. 802, 1121, Ec.748: aor. ἐβασάνισα, subj. βασανίσω v.l. in Id.Ra.618 cod. R:—Pass., aor. ἐβασανίσθην: pf. βεβασάνισμαι:—rub upon the touch-stone (βάσανος), χρυσόν Pl.Grg.486d: hence, put to the test, prove, Arist.GA747a3 (Pass.), etc.; investigate scientifically, Hp.Aër.3; of the instances used in inductive inference, ἀπὸ τῶν πανταχόθεν βεβασανισμένων [μεταβαίνομεν] Phld.Sign.29. II of persons, examine closely, cross-question, Hdt.1.116, 2.151, Ar.Ach.110, Ra.802, etc.; βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην having his love of justice put to the test, Pl.R.361c, cf. 413e, Smp.184a; ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, i.e. to be convicted of being painted by tears (washing off the cosmetic), X.Oec.10.8. 2 question by applying torture, torture, rack (v. βάσανοςIII), Ar.Ra.616,618; [δούλους] πάντας παραδίδωμι βασανίσαι Antipho 2.4.8, cf. 5.36:—Pass., to be put to the torture, Th.7.86, Lys.4.14, Arist.Rh.Al.1443b31; αἰωνίοις ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι πρὸς τῶν θεῶν Phld.D.1.19; to be tortured by disease (censured by Luc.Sol.6), Ev.Matt.8.6; ὑπὸ τῶν κυμάτων ib.14.24; of animals, Philostr.VA 1.38: metaph. of the earth, ib.6.10. 3 metaph. of style, strain, Longin.10.6; βεβασανισμένος forced, unnatural, D.H.Th.55.
German (Pape)
[Seite 436] eigtl. am Probierstein reiben u. die Aechtheit erproben, χρυσόν Plat. Gorg. 486 d; ἐν πυρὶ χρυσόν Rep. III, 413 e; gew. verhören, ausforschen, Her. 2, 151. 7, 146, öfter bei Plat. τινά u. τι; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 16; bes. mit Anwendung der Folter die Wahrheit erforschen, foltern, vgl. Ar. Ran. 615 ff.; B. A. 226; oft bei den Rednern, z. B. Antipho 1, 8. 11 Lys. 4, 14 ff.; Thuc. 8, 92 u. Folgde. Bei Sp. auch allgemeiner, martern, z. B. ὑπὸ κυμάτων N. T.; ὑπὸ νόσου, was Thom. Mag. tadelt. Absol. von Krankheiten. – Auch vom Styl, bes. βεβασανισμένον, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 41.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσᾰνίζω: μέλλ.. Ἀττ. -ῐῶ, Ἀριστοφ. Βατρ. 802,1121, Ἐκκλ. 748· ἀόρ. ἐβασάνισα,ὑποτακτ. βασανίσω Βατρ. 618(Ραβ. Χφ.). - Παθ., ἀόρ. ἐβασανίσθην · πρκμ. βεβασάνισμαι. Τρίβω ἐπὶ τῆς δοκιμαστικῆς λίθου (βάσανος) , βασ. χρυσὸν Πλάτ. Γοργ. 486D· ἐντεῦθεν ἐπὶ πραγμάτων, ὑποβάλλω εἰς ἐξέτασιν , δοκιμάζω, ἐξελέγχω, ὁ αὐτ. Πολ. 413, Συμπ. 184Α,κτλ.· ἐπιστημονικῶς ἐρευνῶ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281. ΙΙ.ἐπὶ προσώπων, ἐξετάζω μετ' ἀκριβείας, κάμνω ἐρωτήσεις ἐπανειλημμένας καὶ διαφόρους, Ἡρόδ. 1.116., 2.151, Ἀριστοφ. Ἀχ. 110,Βάτρ.802,κτλ. · βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην, οὗ ἡ πρὸς δικαιοσύνην ἀγάπη ἐδοκιμάσθη, Πλάτ. Πολ.361C· ὑπὸ δακρύων βασανίζεσθαι, δηλ. ἀποδεικνύομαι ὅτι εἶμαι ἐψιμυθιωμένος(ὑπὸ τῶν δακρύων τῶν ἐκπλυνόντων τὸ ψιμύθιον), Ξεν. Οἰκ.10,8. 2) ἐξετάζω ἐφαρμόζων τὸ βασανιστήριον (ἴδε βάσανος ΙΙΙ) , Ἀριστοφ. Βατρ. 616,618·[δούλους] πάντας δίδωσι βασανίσαι Ἀντιφ.120.8. - Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς βάσανον ὅπως εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Θουκ. 7.86.,8.92, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 37.27· βασανίζομαι ὑπ' ἀσθενείας , ταλαιπωροῦμαι ,Εὐαγγ. κ. Ματθ. η', 6· ὑπὸ τῶν κυμάτων αὐτόθι ιδ', 24. 3) μεταφ.ἐπὶ ὕφους, βεβασανισμένος,η,ον, βεβιασμένος, παρὰ φύσιν, Διον.Ἁλ. περὶ Θουκ. Ἱστ. 55.