ἀμυσταγώγητος
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
German (Pape)
[Seite 132] nicht in die Mysterien eingeweiht, Sp.; ἀμυστηρίαστος, Schol. Theocr. 3, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυσταγώγητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, Κύριλλ.