ἐντομή

From LSJ
Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντομή Medium diacritics: ἐντομή Low diacritics: εντομή Capitals: ΕΝΤΟΜΗ
Transliteration A: entomḗ Transliteration B: entomē Transliteration C: entomi Beta Code: e)ntomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A slit, groove, Hp.Art.33,47; in insects, notch, incision, Arist.HA487a33(pl.), 523b14(pl.); ἐντομαὶ κτενός Luc.Am.44.    2 hewing of masonry, λίθοι ἐντομῇ (v.l. ἐντομῇ) ἐγγώνιοι Th.1.93.    3 narrow gorge, cleft, D.S.1.32.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, das Einschneiden, der Einschnitt, Arist. H. A. 4, 1 Theophr. u. A.; Kluft, Spalt, τόπος κρημνοῖς συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομήν D. Sic. 1, 32; a. Sp.; vgl. Plut. Arst. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντομή: ἡ, ἐγχάραξις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· βαθὺ χάραγμα τῶν ἐντόμων, ἔνθα φαίνονται ὡς ἐντετμημένα, ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομὰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 16., 4. 1, 5 (πρβλ. ἔντομος ΙΙ)· ἐντομαὶ κτενὸς Λουκ. Ἔρωτ. 44. 2) στενὴ δίοδος, χαράδρα, περὶ τῶν καταρρακτῶν τοῦ Νείλου, τόπος γάρ ἐστι... συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32. ΙΙ. θυσία (ἴδε ἔντομος Ι), ἀμφ. παρὰ Πλουτ. 2. 857Β.