ἄγγος
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
English (LSJ)
εος, τό,
A vessel to hold liquids, e.g. wine, Od.16.13, cf. 2.289; milk, Il.16.643; vat for the vintage, Hes. Op.613; pitcher, Hdt. 5.12, E.El.55; bucket, pail, Hdt.4.62; wine-bowl, E.IT953,960. II for dry substances, cradle, Hdt.1.113, E.Ion32,1337; casket, S.Tr. 622;cinerary urn, Id.El.1118,1205; coffin, CIG3573 (Assos). III of parts of the body, e.g. womb, Hp.Epid.6.5.11, v. Gal. ad loc.; τρόφιμον ἄ. stomach, Tim.Pers.73. IV shell of the κάραβος, Opp. H.2.406. V cell of a honey-comb, AP9.226 (Zonas).
German (Pape)
[Seite 11] τό, Gefäß, bei Hom. zu Milch, Wein und Reisevorrathen, Iliad. 2, 471. 16, 643 Od. 9, 222. 248. 16, 13. 2, 289. Bei Soph. Trach. 619 eine Kiste zu Kleidern; El. 1107. 1196 die Todtenurne. Bei Opp. H. 2, 406 Schale des κάραβος. In Prosa viel seltener als ἀγγεῖον, z. B. Luc. Dea Syr. 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγος: -εος, τό, ἀγγεῖον διαφόρων εἰδῶν, δοχεῖον οἴνου, Ὀδ. Π, 13, πρβλ. Β, 289· γάλακτος, Ἰλ. II. 643· πίθος ἢ κάδος διὰ τὸ πάτημα τῶν σταφυλῶν, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 611· ὑδρία, σταμνίον οἷον αἱ γυναῖκες ἔφερον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Ἡρόδ. 5. 12, πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱσ. 7. 12, Εὐρ. Ἠλ. 55· κάδος ἀνοικτός, ὑδρεῖον, ἄντλημα (κουβᾶς), Ἡρόδ. 4, 62· κοῖλον ἀγγεῖον, πλατὺ ποτήριον πρὸς πόσιν οἴνου κοιν. «τάσσι», Εὐρ. Ι. Τ. 953, 960. ΙΙ. ὡσαύτως διὰ στερεὰ πράγματα (ξηρά), κιβώτιον ἢ κίστη, ἔνθα ἐτίθεντο παιδία, Ἡρόδ. 1. 113, Εὐρ. Ἰων. 32, 1337· κιβώτιον ἐνδυμάτων, Σοφ. Τρ. 622· τεφροδόχος λάρναξ, αὐτόθ. 1118, 1205· νεκροθήκη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3573. ΙΙΙ. ἡ μήτρα, Ἱππ. Ἐπιδ. 5. σ. 1185, ὅρ. Γαλην. ἐν τόπῳ. IV. Τὸ ὄστρακον τοῦ καράβου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. V. ἡ κυψέλη τῆς κηρήθρας, Ἀνθ. Π. 9, 226. Πρβλ. ἀγγεῖον.