σκῆνος
English (LSJ)
Dor. σκᾶνος, εος, τό,= σκηνή,
A hut, tent, CIG3071 (Teos). II the body (as the tabernacle of the soul), Hp.Cord.7, Anat.1, Democr.37,187,223, al., Pl.Ax.366a, Ti.Locr.100a,101c, 101e, 2 Ep.Cor.5.1; σ. [μελίσσης] AP9.404 (Antiphil.). 2 dead body, corpse, IG3.1330, 12(5).591 (Ceos), CIG3123 (Teos), etc.; of an animal, μόσχου, ταύρων, Nic.Al.447, Th.742 (pl.).
German (Pape)
[Seite 895] τό, Zelt, Hütte, jeder bedeckte, beschattende od. bedeckende Ort. – Bei den Doriern, bes. bei den Pythagoreern ist σκῆνος der Leib als Behausung, Hülle der Seele, Tim. Locr. 100 a ff., u. öfter, u. Sp., wie Nic. Th. 742 Ael. H. A. 5, 3. 12, 17; sogar σκῆνος μελίσσης, Antiphil. 29 (IX, 404).
Greek (Liddell-Scott)
σκῆνος: Δωρικ. σκᾶνος, εως, τό, ὡς τὸ σκηνή, καλύβη, σκηνή, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3071. ΙΙ. τὸ σῶμα (ὡς κατοικητήριον τῆς ψυχῆς), Ἱππ. 269. 22., 916Α, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 133, 40, Πλάτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 703, Τίμ. Λοκρ. 100Α, 101C, Ε, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ε΄, 1· σκ. μελίσσης Ἀνθ. Π. 9. 404. 2) νεκρὸν σῶμα, πτῶμα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 97, 226, 422, κ. ἀλλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ζῴου, σκ. μόσχου Νικ. Ἀλεξιφ. 447, πρβλ. Θηρ. 742· πρβλ. σκεῦος ΙΙ.