ὑπερμεγάθης
English (LSJ)
A v. ὑπερμεγέθης.
German (Pape)
[Seite 1198] ες, ion. statt ὑπερμεγέθης, Her.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμεγάθης: [ᾰ], Ἰωνικ. ἀντὶ ὑπερμεγέθης. Ἡρόδ.
A v. ὑπερμεγέθης.
[Seite 1198] ες, ion. statt ὑπερμεγέθης, Her.
ὑπερμεγάθης: [ᾰ], Ἰωνικ. ἀντὶ ὑπερμεγέθης. Ἡρόδ.