καταγράφω

From LSJ
Revision as of 09:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγρᾰφω Medium diacritics: καταγράφω Low diacritics: καταγράφω Capitals: ΚΑΤΑΓΡΑΦΩ
Transliteration A: katagráphō Transliteration B: katagraphō Transliteration C: katagrafo Beta Code: katagra/fw

English (LSJ)

   A scratch, lacerate, Hdt.3.108 (v.l. καταγνάφω), Ael.VH10.3; ἰὸς δένδρεα κ. marks them, Nonn.D.21.329; κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ grazed it, ib.4.407, cf. Tryph.669:—Pass., καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτίσι EM239.31.    2 engrave, inscribe, εἰς τοὺς τοίχους στίχον Plb.5.9.4:—Pass., νόμοι κατεγράφησαν (for Att. ἀνεγρ-) εἰς ἄξονας Plu.Sol.25.    3 draw in outline, delineate, Paus.1.28.2.    4 describe, Ptol.Geog.1.2.2, D.P. 707, Aret.CA1.5 (Pass.): in Geom., ἑξάγωνον κ. Simp.in Cael.653.7.    5 paint over, τοίχων ἀμορφίαν βαφαῖς Luc.Am.34.    II fill with writing, [σανίδας] E.Alc.969 (lyr.):—Pass., Luc.VH1.7.    2 register, record, μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα Χρόνον -γεγραμμένας Pl.Lg.741c; ὠνάς BGU1213.9 (iii B.C.); κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν Plu. Cic.46; esp. enroll, ναύτας Plb.1.49.2; δυνάμεις D.S.11.1; τινὰς εἰς φυλὰς καὶ φρατρίας D.H.2.35:—Pass., τμηθέντων τῶν ὁρκίων . . καὶ καταγραφέντων, . . τοὺς ὁμήρους . . τοὺς . . καταγραφέντας, Plb.29.3.6; σύγκλητος ὑπὸ τῶν τιμητῶν καταγραφεῖσα D.S.20.36; Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται AP9.571.    3 summon by a written order, [Χορηγοὺς] κ. τινάς Arist.Oec.1352a7; κοινοβούλιον Plb.28.19.1.    b prescribe, ordain, c. acc. et inf., Luc.Am.19.    4 convey, transfer by deed, Plu.2.482c; οἰκίαν εἴς τινα PPetr.2p.70 (iii B.C.), cf. BGU50.8 (Pass., ii A.D.), POxy.1703 (iii A.D.), etc. (also in Med. of the purchaser, have conveyed to one, Annuario 4/5.469 (Halic.):—Pass., ὁ καταγραφείς the person to whom property is conveyed, POxy.472.19 (ii A. D.)): generally, assign, ἑαυτῷ λύτρα Ael.Fr.71: c. inf., reckon that... Id.NA7.11.    5 devote to the infernal gods, curse, IG9(1).977 (Corc.), Tab.Defix.p.vii; so prob. in Plu.Cic.32.

German (Pape)

[Seite 1343] 1) aufschreiben, beschreiben; ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς Eur. Alc. 967; μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμένας Plat. Legg. V, 741 c; τὰ ὅρκια Pol. 29, 2, 6; κατέγραφον εἰς τοὺς τοίχους τὸν στίχον 5, 9, 4; νόμους εἰς ἄξονας Plut. Sol. 25. – Bes. in Listen einschreiben, eintragen, στρατιώτας, d. i. Soldaten ausheben, Pol. oft; auch κοινοβούλιον, Pol. 28, 16, 1; ὁμήρους, 29, 2, 6; κατεγράφησαν, οὓς ἔδει θνήσκειν, von den Proscriptionen, Plut. Cic. 46; ἀγρούς, Land anweisen, frat. am. 8 E. – Von mathematischen Figuren, beschreiben, Sp., einen Umriß entwerfen, Pausan. 1, 28, 2. – Uebtr., sich vorstellen, Ael. N. A. 7, 11. – 2) zerkratzen, von Hesych. καταξύω erkl.; Her. 3, 108, v. l. καταγνάφω; καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτισι Ael. V. H. 10, 3, öfter; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

καταγράφω: ᾰ: μέλλ. ψω, νύττω, κολάπτω, καταξύνω, ποιῶ ἀμυχάς, χαράττω, ὡς τὸ καταμύσσω, Ἡρόδ. 3. 108 (ἔνθα εἷς ἐκ τῶν κωδίκων ἔχει καταγνάφω), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 3· ἱπτάμενος δὲ οὔποτε δένδρεα κεῖνα κατέγραφεν (δηλ. ἔπληττεν) ἰὸς ἀλήτης Νόνν. Δ. 21. 327· κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ, ἐλαφρῶς διέσχιζεν, αὐτόθι 4. 407, πρβλ. Τρυφιόδ. 669. 2) ἐγχαράττω, γράφω, νόμους εἰς ἄξονας Πλουτ. Σόλ. 25, πρβλ. Πολύβ. 5. 9, 4· ὅρκια ὁ αὐτ. 29. 2, 6· (ἡ Ἀττ. λέξις εἶναι ἀναγράφω)· ― ἰχνογραφῶ, σχεδιογραφῶ, Παυσ. 1. 28, 2· περιγράφω, Διον. ΙΙ. 707. 3) πληρῶ τι διὰ γραμμάτων, στήλην… Ἑλληνικοῖς γράμμασι καταγεγραμμένην Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. α΄, 7· ζωγραφῶ, εὐανθέσι βαφαῖς χρωμάτων κατέγραψαν ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι. ΙΙ. καταγράφω, ὡς καὶ νῦν, Θρῄσσαις ἐν σανίσιν τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς Εὐρ. Ἀλκ. 969. 2) ἀναγράφω, μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον Πλάτ. Νόμ. 741C· χορηγοὺς κ. τινὰς Ἀριστ. Οἰκ. 2. 32· ἄνδρας οὓς ἔδει θνήσκειν Πλουτ. Κικ. 46· ― ἰδίως ἐγγράφω ὡς στρατιώτην, Πολύβ. 1. 49, 2, κτλ.· οὕτως ἐπὶ ὅρκου καὶ ὁμήρων, καταγραφῆναι, νὰ ἐγγραφῶσι, σημειωθῶσιν, ὁ αὐτ. 29. 2, 6· Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται Ἀνθ. Π. 9. 571. ― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐγγραφῶ, ἑαυτὸν ἐπὶ φυλῆς Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 43. 3) διὰ ἐγγράφου διαταγῆς συγκαλῶ, κοινοβούλιον Πολύβ. 28. 16, 1· ― μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διαγράφω ἐκ τῶν προτέρων ἢ ὁρίζω, θεσμὸν ἀνάγκης ὅσιον καταγράψασα μένειν ἐπὶ τῆς οἰκείας φύσεως Λουκ. Ἔρωτ. 19. 4) παραχωρῶ ἐγγράφως, Λατ. mansipere, Πλούτ. 2. 482C· ― καθόλου, προμηθοῦμαι, καταγράφων ἑαυτῷ λύτρα πλεῖστα ὑπὲρ τῆς κόρης ἢ χρυσίον πάμπολυ Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· μετ᾿ ἀπαρ., ὑπολογίζω, λογαριάζω, ἐλπίζω, δεῖπνον ἕξειν… ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶ κατέγραφε ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 7. 11.