προσκολλητός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A gloss on ἀρτίκολλος, Sch.S.Tr. 768.
German (Pape)
[Seite 770] angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.
Greek (Liddell-Scott)
προσκολλητός: -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «κολλητός», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.