περιχώομαι
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
Med.,
A to be exceeding angry, ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (al. παλλακίδος πέρι χ., v. Sch.) Il.9.449; Ἡρακλῆος περιχώσατο 14.266.
German (Pape)
[Seite 601] heftig zürnen, Jemandem um Jemandes willen, τινί τινος, Il. 9, 449. 14, 266, im aor. περιχώσατο θυμῷ, wie Qu. Sm. 1, 741.
Greek (Liddell-Scott)
περιχώομαι: ὀργίζομαι μεγάλως, ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· Ἡρακλῆς περιχώσατο Ξ. 266.