ἀνοιδαίνω
English (LSJ)
A blow up, inflate, Poll.4.179: aor. inf. ἀνοιδῆναι Q.S. 14.470. II intr., = ἀνοιδέω, Nic.Fr.68.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιδαίνω: φουσκώνω, ἐνεργ. κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, Πλωτῖν. 449D · μέσ. ἀόρ. ἀνοιδῆναι Κόϊντ. Σμ. Ξ. 470: - Παθ., ἐξογκοῦμαι, ἐπὶ τῶν μυώνων, Χρηστοδ. Ἔκφρ. 234. ΙΙ. ἀμετάβ., = ἀνοιδέω Νίκ. Παρ’ Ἀθην. 126C.