κάννα
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
or κάννη, ης, ἡ,
A pole-reed, Arundo Donax, Plb.14.1.15; κάννας τιμά (prob. for making pens) SIG241.103 (Delph., iv B.C.). 2 reed-mat, Cratin.197, Eup.228, dub. in IG12.330.12: in pl., reedfence, Ar.V.394, Pherecr.63. (Cf. Bab. [kudot ]anû, Hebr. [kudot ]āneh 'reed'.)
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, Poll. 10, 184, gew. plur., das Rohr; das aus Rohr Geflochtene, sowohl Decke, Matte, als bes. aus Rohrgeflecht gemachtes Gehege, z. B. um die Bildsäulen, Ar. Vesp. 394, sonst auch γέῤῥα genannt; VLL. erkl. ψίαθοι.
Greek (Liddell-Scott)
κάννα: ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: πλέγμα ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, κάναθρον ἢ κάνναθρον, κάνεον: ἴσως ἡ ῥίζα εἶναι Σημιτική· πρβλ. kânek).