πολλάκις

From LSJ
Revision as of 09:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλάκις Medium diacritics: πολλάκις Low diacritics: πολλάκις Capitals: ΠΟΛΛΑΚΙΣ
Transliteration A: pollákis Transliteration B: pollakis Transliteration C: pollakis Beta Code: polla/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. and Lyr. πολλάκι, sts. in Trag. (only lyr.) metri gr., A.Th.227, Supp.131, S.Ph.1456 (anap.); never in Prose: (πολύς): Adv.    I of Time, many times, often, Il.1.396, etc.; π. καὶ οὐκὶ ἅπαξ Hdt.7.46; π. τοῦ μηνός X.Cyr.1.2.9; π. ἀγωνοθέτης Ephes. 3p.152No.70.    II of Degree and Number, π. μυρίοι many tens of thousands, Pl.Lg.810d, Tht.175a; of Quantity, [τὴν] οὐσίαν π. τοσαύτην ἐποίησε Id.R.330b; of Size, μεῖζον π. Plu.2.944a.    2 τὸ π. mostly, for the most part, Pi.O.1.32; very much, altogether, χρὼς ὅμοιος ἐγίνετο πολλάκι θάψῳ Theoc.2.88; χαίρετε π Μοῖσαι Id.1.144.    III in Att., after conditional particles, perhaps, σεισμὸς εἰ γένοιτο π. Ar. Ec.791; ἐάν τι πολλὰ π. πάθω ib.1105: with ἄρα, ἐὰν ἄρα π. νυμφόληπτος γένωμαι Pl.Phdr.238d, cf. Phd.60e, D.32.3; also μὴ π. lest perchance, Hp.VC14, Th.2.13, Pl.Prt.361c, al.

German (Pape)

[Seite 658] ion. u. poet. πολλάκι, oftmals, oft; πολλάκι γὰρ σέο ἄκουσα εὐχομένης, Il. 1, 396; 3, 232 u. öfter; Pind. P. 2, 15 u. sonst; auch πολλάκι, I. 1, 63; τὸ πολλάκις, Ol. 1, 32, auch als ein Wort geschrieben, die meiste Zeit; u. Tragg.: πολλάκι, Aesch. Spt. 209 Suppl. 124; Soph. O. R. 1275 u. öfter, wie Eur.; in Prosa: πρὸ τούτου τεθνάναι ἂν πολλάκις ἕλοιτο, mehr als einmal, Plat. Conv. 179 a; πολλάκις δὲ καὶ ἴσως πλειστάκις, Phil. 40 d; εἰ ἄρα πολλάκις ἐπιτάττοι, Phaed. 60 e; u. so oft nach εἰ, μή u. dgl., daß etwa wieder, wie si forte, ne forte, vgl. Wolf zum Phaed. p. 25 u. Heind. ib. p. 60 e; auch Thuc. 2, 13. – Die Form πολλάκι wechselt bei Hom. u. Hes. nach Versbedarf mit πολλάκις; auch Her. hat beide Formen.

Greek (Liddell-Scott)

πολλάκις: [ᾰ]· Ἐπικ. καὶ Λυρ. πολλάκι, ἐν χρήσει ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς Τραγ. χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, (Αἰσχύλ. Θήβ. 227, Ἱκέτ. 131, Σοφ. Φιλ. 1456)· οὐδαμοῦ δὲ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, διότι παρ’ Ἡροδ. ἀποκατεστάθη νῦν τὸ πολλάκις, Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. xlii· (πολλός, πολύς)· Ἐπίρρ. Ι. χρόνου, ὡς καὶ νῦν, «πολλαὶς φοραὶς», συχνάκις, «συχνά», Ἰλ. Α. 396, κτλ.· π. καὶ οὐκ ἅπαξ Ἡρόδ. 7. 46· πολλάκις τοῦ μηνὸς Ξεν. Κύρ. 1. 2, 9. ΙΙ. βαθμοῦ καὶ ἀριθμοῦ, π. μύριοι, πολλαὶ μυριάδες, Πλάτ. Νόμ. 810D, πρβλ. Θεαίτ. 175Α· ποσότητος, τὴν οὐσίαν π. τοσαύτην ἐποίησε ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330Β· μεγέθους ἢ ὄγκου, π. μεῖζον Πλούτ. 2. 944Α. 2) τὸ πολλάκις, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, κατὰ τὸ πλεῖστον, Πινδ. Ο. 1. 51· παρὰ πολύ, ὅλως, Θεόκρ. 1. 144., 2. 88. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ., μετὰ τὰ μόρια, εἰ, ἐάν, ἄν, ἴσως, πιθανόν, τυχόν, Λατ. si forte, σεισμὸς εἰ γένοιτο π. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 791· ἐάν τι πολλὰ π. πάθω αὐτόθι 1105· καὶ παρεντιθεμένου τοῦ ἄρα, ἐάν ἄρα π. νυμφόληπτος γένωμαι Πλάτ. Φαῖδρ. 238D, πρβλ. Φαίδωνα 60Ε, Δημ. 883. 1· οὕτω, μὴ πολλάκις, Λατ. ne forte, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907, Θουκ. 2. 13, Πλάτ. Πρωτ. 361C, κ. ἀλλ.