κολύμφατος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
φλοιός, λεπίδιον, Hsch. κολυμφάω,
A v. κολυμβάω. κολυρίζοντες· ἐκκενοῦντες, Id. κολυτέα, ἡ, bladdersenna, Colutea arborescens, Thphr.HP3.14.4. κόλυτρον, τό, v. κόλυθρον. κολύφανον· φλοιός, λεπύριον, Hsch. (cf. κελύφανον). κολυφρόν· ἐλαφρόν, Id. κόλφος, = κόλπος, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1476] ὁ, eine Pflanze, die feuchten Grund anzeigt, auch κολύμβατος, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
κολύμφατος: ἢ -βατος, ἡ, εἶδος φυτοῦ, Γεωπ. 2. 5, 1.