ἀναποδίζω

From LSJ
Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναποδίζω Medium diacritics: ἀναποδίζω Low diacritics: αναποδίζω Capitals: ΑΝΑΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: anapodízō Transliteration B: anapodizō Transliteration C: anapodizo Beta Code: a)napodi/zw

English (LSJ)

(πούς)

   A make to step back, call back and question, cross-examine, ἐπειρωτῶν τε καὶ ἀ. τὸν κήρυκα Hdt.5.92.ζ; πολλάκις ἀνεπόδιζον τὸν γραμματέα Aeschin.3.192, cf. Luc.Abd.17:—Pass., Antipho Soph.18.    2 οὐδαμῇ ἄλλῃ ἀνεπόδισε ἑωυτόν in no other passage did he correct himself, retract what he before said, Hdt.2.116.    3 deduct for retrograde motion, Vett.Val.25.26.    II intr., step back, return, ἐπὶ τὴν μονάδα Pythag. ap. Stob.1.10.12 (corr. Heeren), LXX Si.46.4, Luc.Nec.7; εἰς τοὐπίσω Hdn.5.6.7; ἀ. πρὸς . . revert, Chor.in Rh.Mus.49.492; κύκλον ἀ. recur in a cycle, Hippod. ap.Stob.4.34.71; of the retrograde motion of the planets, Theo Sm. p.147 H., Procl.Hyp.5.72, etc.: metaph. of festivals which fall late in the calendar, Gem.8.19.

German (Pape)

[Seite 203] (πούς), den Fuß zurücksetzen, zurückgehen, Sp., z. B. Hrdn. 5, 6, 17 εἰς τοὐπίσω; vgl. Luc. Necyom. 7. Gew. trans., zurückkommen lassen, zurückrufen, γραμματέα Aesch. 3, 192; τὸν κήρυκα Her. 5, 92, 6, mit der Nebenbdtg: noch einmal ausfragen; aber ἑωυτόν, das früher Gesagte aufheben, widerrufen, 2, 116; dah. ἀνέτρεψε καὶ ἀνεπόδισε τὴν θεραπείαν Luc. abd. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναποδίζω: μέλλ. -ίσω (πούς): ― κάμνω τινὰ νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, καλῶ ὀπίσω καὶ ἐρωτῶ, ἀνακρίνω αὐστηρῶς ποιῶν ἐρωτήσεις περιπλόκους, ἐπειρωτῶν τε καὶ ἀναπ. τὸν κήρυκα Ἡρόδ. 5. 92, 6· πολλάκις ἀνεπόδιζον τὸν γραμματέα Αἰσχίν. 81, 26. 2) οὐδαμῇ ἄλλῃ ἀνεπόδισε ἑωυτόν, εἰς οὐδὲν ἄλλο μέρος διώρθωσεν ἑαυτὸν (δὲν ἀνῄρεσεν ὅσα προηγουμένως εἶπεν), Ἡρόδ. 2. 116. ΙΙ. ἀμετάβ., βαδίζω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὀπισθοδρομῶ, Πυθαγ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 300, Ἑβδ. (Σειράχ, μςϳ, 4)· Λουκ. Νεκυομ. 7· εἰς τοὐπίσω Ἡρωδιαν. 5. 6· κύκλον ἀν., ἐπανέρχομαι ἐν κύκλῳ, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 534. 43: πρβλ. ἀναποδόω.