τριηραρχία
English (LSJ)
ἡ,
A command of a trireme, Arist. Pol.1322b4(pl.). II at Athens, the fitling out of a trireme for the public service, Lys.32.24, X.Ath.1.13, Oec.2.6, etc.: also at Priene, SIG1003.29 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
τριηραρχία: ἡ, τὸ τριηραρχεῖν, ἡ ἀρχηγία τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 15. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ὁ ἐξοπλισμὸς τριήρους ὑπὸ πολίτου εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου (πρβλ. τριήραρχος ΙΙ), πρῶτον παρὰ τῷ Λυσίᾳ 908. 5, Ξεν. Ἀθην. 1, 13, Οἰκ. 2, 6· ἡ τριηραρχία ἦν ἡ σπουδαιοτάτη τῶν ἐκτάκτων λειτουργιῶν. Περὶ τοῦ ἀξιώματος τούτου, τῶν καθηκόντων καὶ τῆς εὐθύνης αὐτοῦ ἴδε Wolf. Proleg. Leptin. σ. 100, Böckh P. E. 2, σ. 319-368, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ.