κνίζω

Revision as of 10:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

fut. κνίσω [ῐ] Ar.Ra.1198: aor.

   A ἔκνῐσα Pi.P.8.32, Herod.4.59, etc.; Dor. ἔκνιξα Pi.I.6(5).50:—Pass., aor. ἐκνίσθην E.Andr. 209, Theoc.4.59: scratch, gash, παῖδα . . γυμνὸν ἢν κνίσω . . οὐχ ἕλκος ἕξει; Herod.l.c.; κνίζων συκάμινα (to make them ripen) LXX Am.7.14, cf. Ath.2.51b.    2 pound, chop up, or grate, dub. in Thphr.HP 9.20.4 (fort. κνησθεῖσα).    II tickle, Arist.HA587b7 (Pass.), Phld. Lib.p.58 O. (Pass.).    2 usu. metaph., of love, chafe, tease, τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως Hdt.6.62, cf. E.Med.568; κἠγὼ μὰν κνίζω τινά Theoc.5.122; of other feelings, as satiety, κόρος κνίζει Pi.P.l.c.; anxiety, Ξέρξην ἔκνιζε ἡ γνώμη Hdt.7.12; τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (sc. τὸν θεόν) ib.10.έ; ἔκνιζέ μ' αἰεὶ τοῦθ' S.OT786; τὸ βούλεσθαί μ' ἔκνιζε E.IA330 (troch.); provoke, tease, Ar.V.1286; οὐ κατ' ἔπος κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον will not attack every word, Id.Ra.l.c.; provoke to jealousy, Alciphr.1.32; in good sense, ἁδεῖά νιν ἔκνιξε χάρις Pi.I.6(5).50:—Pass., E.Med.555, Andr.l.c.; ἐρωτίδα τᾶς ποκ' ἐκνίσθη Theoc.4.59, cf. Luc.DMeretr.10.4; κνιζόμενος ὑπ' ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδί App.Pun.10; ἐκνίσθης; does that touch you? Men.Per. 16.    b provoke, ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι Pi.N.5.32, cf. P.11.23.

German (Pape)

[Seite 1461] (verwandt mit κνάω)=, ritzen, kratzen, schaben, ἐξ ἐπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς καταξύω Eust. 1746; ἐπὶ βραχὺ κνίσαντες σιδηρίῳ Ath. II, 51 b; einzeln bei Sp. = verringern, E. M erkl. λεπτύνω; ὄπιν Pind. I. 4, 58; οὐ κατ' ἔπος γέ σου κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον Ar. Ran. 1198. – Gew. übertr., reizen, durch Leidenschaft, bes. Liebe; auch = erbittern, erzürnen, aufbringen, pungere; λόγοι κνῖζον ὀργάν Pind. N. 5, 32; so vom Zorn P. 11, 23; ἔκνιξέν νιν χάρις I. 5, 48; κνιζομένα, betrübt, Ol. 6, 44; εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος Eur. Med. 568; ἤν τι κνισθῇς Andr. 209; von der Liebe, τὴν ἐρωτίδα, τᾶς ποκ' ἐκνίσθη, zu der er in Liebe entbrannt war, Theocr. 4, 22; vgl. ὁ παῖς κνίζει με Strat. 47 (XII, 205), öfter in der Anth. – Auch in Prosa; τὸν δὲ ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ ἔρως Her. 6, 62, wie Sp., App. Hisp. 37; Ath. XIII, 577 e. – Betrüben, kränken, ἐτερπόμην, ὅμως δ' ἔκνιζέ μ' ἀεὶ τοῦτο Soph. O. R. 786; τὸ βούλεσθαί μ' ἔκνιζε Eur. I. A. 330; κακίαις μ' ἔκνισε Ar. Vesp. 1285; τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει Her. 7, 10, 5; ἔκνιζε Ξέρξεα ἡ γνώμη 7, 12; Sp., wie Hdn. 4, 9, 4. – [Ι im fut. ist kurz, Ar. Ran. 1198; s. Böckh Pind. P. 10, 60.] – Adj. verb. κνιστός, klein geschabt, gehackt, λάχανα Ath. IX, 373 a; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κνίζω: μέλλ. κνίσω ῐ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1198˙ ἔκνισα Πίνδ., Ἀριστοφ., Δωρ. ἔκνιξα Πινδ. Ι. 6 (5). 74. ― Παθ., ἀόρ., ἐκνίσθην Εὐρ. Ἀνδρ. 209, Θεόκρ. (πρβλ. κνάω). Ξέω, ξύνω ὡς τὸ κνάω, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 9. 20, 4, Ἀθήν. 51Β˙ ― ἐντεῦθεν, φθείρω, ἐλαττώνω, Πινδ. Ι. 5 (4). 74˙ ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. γαργαλίζω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 8˙ ἀλλά, 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, πειράζω, ἐρεθίζω, ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, ταράσσω, Λατ. pungere (πρβλ. ὑποκνίζω), τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ ἔρως Ἡρόδ. 6. 62, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 568˙ ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη Θεόκρ. 4. 59, πρβλ. 5. 122˙ ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων αἰσθημάτων, κόρος κνίζει Πινδ. Π. 8. 44˙ ἐπὶ ἀνησυχίας, Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ γνώμη Ἡρόδ. 7. 12˙ τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (ἐνν. τὸν θεὸν) αὐτόθι 10, 5˙ ἔκνιζέ μ’ ἀεὶ τοῦθ’ Σοφ. Ο. Τ. 786˙ τὸ βουλεύεσθαί μ’ ἔκνιζε Εὐρ. Ι. Α. 350˙ κακίαις μ’ ἔκνισε Ἀριστοφ. Σφ. 1268˙ οὐ... κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον, δὲν θὰ προσβάλλω ἑκάστην λέξιν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1198˙ ἐρεθίζω, παρορμῶ εἰς ζηλοτυπίαν, Ἀλκίφρων 1. 32˙ ― ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀδεῖά νιν ἔκνιξε χάρις Πινδ. Ι. 6. (5). 74. ― Παθ., Εὐρ. Μήδ. 555, Ἀνδρ. 209˙ κνίζεσθαί τινος, κεντεῖσθαι (ὑπὸ ἔρωτος) πρός τινα, Θεόκρ. 4. 59, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε˙ κνιζόμενος ὑπ’ ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδὶ Ἀππ. Καρχηδ. 10. β) κν. ὀργάν, διεγείρειν, ἐξεγείρειν ὀργήν, Πινδ. Ν. 5. 59, πρβλ. Π. 11. 36.