ἀπάτητος
From LSJ
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A untrodden, AP6.51. II not trodden down: hence metaph., unusual, Democr.131.
German (Pape)
[Seite 282] 1) unbetreten, ὄρος Ep. ad. 171. – 2) noch nicht platt getreten, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάτητος: [πᾰ], ον, ὁ μὴ πεπατημένος, μὴ πατηθείς, ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Π. 6. 51. ΙΙ. ὁ μὴ καταπατηθείς, μὴ τετριμμένος, καινός, «ἀπάτητος ἀρχή: οἷον καινή» Α. Β. 29, 2.